Συγκινημένος ο Τάκης Λεμονής, με την κατάκτηση ευρωπαϊκού τίτλου από τον Ολυμπιακό.

Οι «ερυθρόλευκοι», σήκωσαν το UEFA Europa Conference League, πριν από μία εβδομάδα στη Νέα Φιλαδέλφεια, κερδίζοντας με 1-0 τη Φιορεντίνα στον τελικό.

Ο πρώην παίκτης και προπονητής των Πειραιωτών, με γράμμα του στην «Απογευματινή της Κυριακής», μοιράστηκε τα συναισθήματά του για το επίτευγμα, το οποίο, όπως τόνισε, τελείωσε τη συζήτηση για το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής κατόρθωμα ελληνικού συλλόγου στην Ευρώπη.

Αναλυτικά:

«Η καρδιά μου πάει να σπάσει! Μετράει, μετράει, δεν μπορεί να είναι οφσάιντ”, λέω στον Θανάση που κάθεται δίπλα μου. Θυμάμαι τα δύο γκολ του Ελ Κααμπί με την Άστον Βίλα που μέτρησαν επίσης με εξέταση VAR και σκέφτομαι μέσα μου ‘Θεέ μου, μη ζήσουμε ότι οι Άγγλοι’. Για τέσσερα λεπτά θαρρείς και πάγωσε ο κόσμος. Και μετά… η λύτρωση! Το όνειρο! Η στιγμή που περιμέναμε να ζήσουμε εδώ και 50 χρόνια από την πρώτη μέρα που με πήραν από το χέρι ο πατέρας μου και οι θείοι μου και με πήγαν να δω παιχνίδι του Ολυμπιακού στο παλιό Καραϊσκάκη. Για μας οι Κυριακές ήταν οικογενειακή υπόθεση. Η τύχη με ευλόγησε να ζήσω τα πάντα με την ερυθρόλευκη φανέλα. Με βοήθησε να ζήσω τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της καριέρας μου, φορώντας τη ριγωτή με τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο.

Η Ευρώπη, όμως, πάντα ήταν ένα απωθημένο. Ένα άπιαστο όνειρο! Οι Παναθηναϊκοί είχαν πάντα το Γουέμπλεϊ ως σημείο αναφοράς. Οι φίλοι της ΑΕΚ το δικό τους 1977. Εμείς; Θαρρείς και κάποιος μας είχε καταραστεί να μην ξεπερνάμε ποτέ το εμπόδιο του δεύτερου γύρου. Ακόμη και σε χρονιές που ζήσαμε ανεπανάληπτους θριάμβους. Όπως τότε με τον Άγιαξ. Εκείνο το βράδυ αισθανόμασταν ότι μπορούσαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Όπως το νιώθαμε και απέναντι στη Λεβερκούζεν, απέναντι στη Βέρντερ, στην Ρεάλ, τη Λάτσιο. Η παρουσία σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης, όμως, αρνούνταν πεισματικά να έρθει. Το συζητάγαμε πολύ μεταξύ μας για χρόνια στα αποδυτήρια. Μας πονούσε πολύ η Ευρώπη τη δεκαετία του ‘80. Βλέπαμε τον Παναθηναϊκό να φτάνει ξανά σε ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και μας… έτρωγε το σαράκι: Γιατί μόνοι εκείνοι και όχι και εμείς. Τη μια φορά ήταν η ατυχία, την άλλη τα δικά μας λάθη, την επόμενη η ανωτερότητα των αντιπάλων μας. Τα αίτια ήταν ποικίλα και διαφορετικά, η απογοήτευση στο τέλος της διαδρομής πάντα η ίδια. Θυμάμαι την πρώτη μου ομιλία στα παιδιά όταν βρέθηκα στον πάγκο του Ολυμπιακού για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό παιχνίδι στο Λίβερπουλ. Προσπαθούσα να τους κάνω να αισθανθούν ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε τους πάντες, αρκεί να αποκτούσαμε τη δική μας ταυτότητα. Να πιστεύαμε στον εαυτό μας.

Καθόμουν στις εξέδρες της Νέας Φιλαδέλφειας το βράδυ της Τετάρτης και προσπαθούσα να σκεφτώ τι περνούσε από το μυαλό παιδιών που γνώρισα πιτσιρίκια στου Ρέντη. Θυμάμαι τα πρώτα βήματα του Παναγιώτη. Θυμάμαι την καθιέρωση του Κώστα στο κορυφαίο επίπεδο. Ο Ρέτσος, ο Φορτούνης, δεκάδες αναμνήσεις, δεκάδες στιγμές περνούσαν από τα μάτια μου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο Κριστιάν, ο Ντάρκο, ο Αγριογιάννης, ο Μουρίκης, τα μέλη του ιατρικού τιμ. Προσπαθώ να ταξινομήσω τις σκέψεις που είχα στο μυαλό μου. Μοιραζόμουν τη χαρά τους. Ξέρω πόσο πολύ έχουν προσπαθήσει για να χαρίσουν αυτές τις στιγμές στον κόσμο του Ολυμπιακού. Καταλαβαίνω ότι ένας φίλαθλος από την κερκίδα παρασύρεται από τα συναισθήματα που γεννά ένα αποτέλεσμα. Ξεχνά το βάρος που κουβαλούν αυτοί οι άνθρωποι στο χορτάρι.

Πλέον με τα social media η κριτική που ασκείται στους πδοοσφαιριστές και τους προπονητές είναι απάνθρωπη. Παλιότερα εμείς είχαμε να αγωνιούμε για τις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν το επόμενο πρωινό. Τώρα; Σε “πυροβολούν” 24 ώρες το 24ωρο. Πρέπει να αντέξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Τι άκουγαν αυτά τα παιδιά στις αρχές του Γενάρη όταν η ομάδα βρισκόταν απέναντι σε ένα τσουνάμι απαξίωσης; Έμειναν όρθια, άντεξαν και μας χάρισαν αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές. Κοίταζα παντού γύρω μου δακρυσμένα πρόσωπα και σκεφτόμουν την ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζονταν ο Βαγγέλης Μαρινάκης και ο Κριστιάν Καρεμπέ κάθε φορά που μοιράζονταν δημόσια τα όνειρά τους για παρουσία του Ολυμπιακού σε έναν ευρωπαϊκό τελικό.

Φεύγοντας από το γήπεδο προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Και στο μυαλό μου είχα τον πατέρα μου και το θείο μου. Τους δύο ανθρώπους που με μύησαν στη μοναδικότητα αυτού του τεράστιου συλλόγου. Θα ήθελα να έχουμε ζήσει μαζί κι αυτή τη στιγμή. Ο Θεός με ευλόγησε να τη ζήσω με τα παιδιά μου και τον εγγονό μου. Πλέον το όνειρο που κουβαλούσα από μικρό παιδί είχε γίνει πραγματικότητα! Και θα μπορώ πλέον να λέω στον Μπίλι και τον “Σκου” ότι το Γουέμπλεϊ τελείωσε. Από τα χρόνια που παίζαμε μαζί στον Αττικό – όταν το γνήσιο, αυθεντικό και αγνό ποδοσφαιρικό καλαμπούρι ήραν κομμάτι της ζωής μας – ήτανε μόνιμα στα χείλη τους! Πλέον θα υπάρχει μόνο η Νέα Φιλαδέλφεια!».