Τις μέρες που εκτυλισσόταν το “έπος” της Πορτογαλίας, τις έζησα ως φοιτητής και φίλαθλος της Εθνικής Ελλάδος χωρίς να εμβαθύνω στα ενδότερα της ομάδας για να μάθω τα μυστικά της. Οι 23 παίκτες, ο Ρεχάγκελ και ο Τοπαλίδης ήταν υπεραρκετοί για να μου μεταδώσουν -όπως σε όλους τους Έλληνες- μοναδικά συναισθήματα και αναμνήσεις που μας συνοδεύουν ακόμα και σήμερα.
Ωστόσο η περιέργειά μου (βασικό προσόν ενός δημοσιογράφου) διαβάζοντας για τις ελλείψεις της ομάδας σε προσωπικό (γυμναστές, προπονητή τερματοφυλάκων, αναλυτές, φυσικοθεραπευτές, ψυχολόγους κλπ.) με είχαν ιντριγκάρει και στα χρόνια που περνούσαν ήθελα πολύ να γνωρίσω τον άνθρωπο που ήταν “πίσω” από εκείνη την ομάδα και τη στήριζε με κάθε δυνατό τρόπο. Για μένα, έναν απλό φίλαθλο τότε και εκκολαπτόμενο δημοσιογράφο στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, το όνομα Γιώργος Παπαλάνης άγγιζε τα όρια του “μυθικού”.
Δημοσιογράφος πλέον επί 19 συναπτά έτη είχα την τύχη και τη χαρά να γνωρίσω τον Γιώργο Παπαλάνη από κοντά στο ταξίδι με τους Legends 2004 στο Έσσεν για το επετειακό παιχνίδι τους απέναντι στους UEFA All Stars. Στο αεροπλάνο του ζήτησα να κάτσουμε μαζί για να μιλήσουμε για εκείνον προσωπικά. Για τις εμπειρίες του από το 2004, για την αρωγή του στο σπουδαιότερο “θαύμα” στην ιστορία του ποδοσφαίρου και για ό,τι άλλο ήθελε εκείνος να μοιραστεί μαζί μας και μαζί σας.
Θα πω μόνο ότι ο ρόλος του “τιμ μάνατζερ” δεν μπορεί να συμπεριλάβει όλα όσα έκανε ο Γιώργος Παπαλάνης για την ομάδα και σαν συμπέρασμα θα αναφέρω ότι αυτό που έδωσε στην ομάδα περισσότερο απ’ολα είναι αγάπη. Απολαύστε τον:
Ποιος είναι τελικά το “μυθικό” πρόσωπο που ακούει στο όνομα Γιώργος Παπαλάνης και ήταν “πίσω” από την ομάδα για να βοηθάει όπου και όπως μπορεί;
“Σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να πω μερικά πράγματα. Με εντολή της διοίκησης της ΕΠΟ, στην οποία ήμουν διευθυντής, έκανα απλώς πολύ καλά τη δουλειά μου. Εκτός όμως από τη δουλειά μου αγαπούσα πολύ την ομάδα, τον προπονητή και τον βοηθό του. Τους αγαπούσα πιο πολύ κι από τη δουλειά μου και για μένα αυτό ήταν το μυστικό. Φυσικά εισέπραξα και γω την αγάπη και των 23 ποδοσφαιριστών αλλά και των δύο προπονητών”.
Όλες οι ομάδες εκείνου του τουρνουά είχαν προσωπικό αποτελούμενο από πάρα πολλά άτομα, ενώ η Ελλάδα είχε τους δύο προπονητές, τους φροντιστές και εσάς. Αυτό πως εξηγείται; Πως μοιράζατε το χρόνο ανάμεσα σε δεκάδες δουλειές που έπρεπε να επιτελέσετε;
“Ήμουν πανταχού παρών. Εκτός από την εθνική ομάδα, ήμουν και γενικός διευθυντής στην ΕΠΟ για τις εθνικές ομάδες και τη διαιτησία. Άρα για μένα η εθνική ομάδα ήταν κάτι παραπάνω από τη δουλειά μου. Όμως αγαπούσα πάρα πολύ αυτό που έκανα, γιατί αγαπώ το ποδόσφαιρο πάρα πολύ. Ευχαριστώ και τον κύριο Γκαγκάτση που μου έδωσε την ευκαιρία να δείξω και τα προσόντα μου, τοποθετώντας με και ως τιμ μάνατζερ στην εθνική ομάδα. Ήθελα να είμαι από τους πρώτους στη δουλειά. Δηλαδή 06:30 ώρα ειχα σηκωθεί και πήγαινα να αγοράσω όλες τις εφημερίδες. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής που κατέβαινε από τα δωμάτια ήταν ο Νικοπολίδης, ο οποίος διάβαζε τις εφημερίδες, υπήρχαν καμιά δεκαριά τότε, που τις είχα αφήσει στο σαλόνι για τους παίκτες. Αυτή η δουλειά μου έδινε χαρά και αγάπη. Όταν κάνεις κάτι με πολλή χαρά και αγάπη και στην οικογένειά σου και στη δουλειά σου και με τους φίλους σου και γενικά στη ζωή, πάντα πετυχαίνεις.”
Ποια ήταν η συμβολή σας στο ψυχολογικό κομμάτι των παικτών; Έρχονταν σε σας για να τους ηρεμήσετε;
“Πιστεύω ότι όλα είναι θέμα ψυχολογίας. Εκείνη την εποχή όλες οι ομάδες του EURO 2004 είχαν πάνω από έναν ψυχολόγους. Εμείς ήμασταν η μοναδική ομάδα που δεν είχε ψυχολόγο. Πιστεύω ότι η επιτυχία πάντα είναι των ποδοσφαιριστών. Αλλά μεγάλη συμβολή είχε ο προπονητής, ο βοηθός προπονητή, ο οποίος ήταν ένα πασπαρτού. Εκτός από καλός προπονητής για μένα ήταν και ο καλύτερος αναλυτής που έχω γνωρίσει, ο καλύτερος “κατάσκοπος” που έχω γνωρίσει. Σαν τον Γιάννη Τοπαλίδη δεν υπάρχει βοηθός. Ήταν ο φύλακας άγγελος του προπονητή. Κι επειδή κάθε προπονητής σε όλο τον κόσμο έχει ανασφάλειες, ο Ρεχάγκελ βρήκε τον Τοπαλίδη, εμένα και τον κύριο Γκαγκάτση και όλο το συμβούλιο της ΕΠΟ για να νιώσει την ασφάλεια που έπρεπε. Γενικά στη ζωή μας για να πάμε μπροστά θα πρέπει να αισθανόμαστε ασφάλεια.”
Σας έχουν χαρακτηρίσει ως την “ψυχή” της ομάδας. Το ενστερνίζεστε;
“Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, το ωραιότερο μέρος του κόσμου. Πιστεύω ότι ο Θεός είναι Έλληνας και έχει γεννηθεί στη Νέα Σμύρνη. Άρα έχω πάρει κάτι από τη Νέα Σμύρνη που είναι μοναδικό. Και λόγω Πανιωνίου που είναι η ομάδα μου, και το χιούμορ που έχουν όλοι οι νεοσμυνιώτες, κατάφερα και στο πούλμαν ειδικά και όταν τους έβλεπα και ήταν λίγο πεσμένοι προσπαθούσα με κάνα ανέκδοτο να τους πικάρω λιγάκι για να αρχίσει να λειτουργεί η ψυχολογία θετικά. Και πιστεύω κι αυτοί ανταποκρίνονταν σε όλο αυτό και δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά”.
Τί σημαίνει για σας ο Ότο Ρεχάγκελ;
“Αν αυτή τη στιγμή μιλάω σε σας το οφείλω σε εκείνον σε ένα μεγάλο μέρος. Οι παίκτες φυσικά πάντα βάζουν τα γκολ και τα πόδια τους. Χρωστάω πολλά στους παίκτες, αλλά για μένα ο Ότο Ρεχάγκελ ήταν η τύχη μου. Μπορεί να ήμουν γενικός διευθυντής στην ΕΠΟ αλλά αν αυτή τη στιγμή μιλάω μαζί σας το οφείλω στον Ότο Ρεχάγκελ. Ο οποίος εκτός από μεγάλος προπονητής είναι και ένας σοφός άνθρωπος ο οποίος μόνο καλά πράγματα μετέφερε στον κόσμο. Με έκανε να αγαπάω πιο πολύ το ποδόσφαιρο και να βλέπω τους παίκτες σαν σταρ. Γιατί οι παίκτες είναι σταρ και έτσι πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε. Μέχρι τη μέρα που ήρθε ο κύριος Ρεχάγκελ οι ποδοσφαιριστές ήταν απλώς ποδοσφαιριστές, με εκείνον οι παίκτες στα μάτια όλων έγιναν σταρ. Έτσι λοιπόν αντιμετώπισα τους ποδοσφαιριστές. Πάντα τους μιλούσα και μου μιλούσαν στον πληθυντικό και ο Ρεχάγκελ, η αξία τους και ο Θεός μας βοήθησαν στο να είναι αυτοί οι Legends και εγώ ένας ευλογημένος άνθρωπος που είκοσι χρόνια μετά είμαι μαζί τους. Ήμουν 51 ετών όταν πήραμε το Κύπελλο και τώρα είμαι 71.”
Θυμάστε κάποια ανέκδοτη ιστορία από το 2004;
“Κάποια πράγματα δεν γίνονται τυχαία. Όπως κατάλαβες εγώ στην ΕΠΟ πήγα 14 ετών. Ξεκίνησα σαν τρίτος κλητήρας. Σπούδασα. Δούλευα 55 ώρες την εβδομάδα. Πήγαινα στο νυχτερινό εφτατάξιο, έμαθα όλη τη δουλειά, δεν μεγάλωσα σε εκκλησία. Εγώ μεγάλωσα στο ποδόσφαιρο με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ήμουνα ένα αγρίμι. Όταν λοιπόν ανέλαβα την ομάδα δεν ένιωθα ότι ήμουν απλώς ο τιμ μάνατζερ, ένιωθα ότι ήμουνα ο προστάτης όλων των παικτών. Ένιωθα ότι με χρειάζονται οι παίκτες. Σε ένα παιχνίδι προκριματικό με την Ουκρανία στη Λεωφόρο, το οποίο είναι ένα ευλογημένο γήπεδο και μας βοήθησε πάρα πολύ για να προκριθούμε στο EURO, το σκορ ήταν 0-0 στο δεύτερο ημίχρονο και κάτι με έτρωγε μέσα μου. Ξαφνικά βλέπω από τη μεριά του πάγκου των Ουκρανών έναν κύριο ο οποίος ήξερε ελληνικά και τον είχαν πάρει οι Ουκρανοί σαν “κατάσκοπο”. Τον είδα ξαφνικά δίπλα μου και με το σκορ στο 0-0 ένιωσα ότι πρέπει να κάνω κάτι για να ξυπνήσει αυτή η ομάδα. Όχι ότι κοιμόταν, αλλά να ταρακουνηθεί. Και σηκώθηκα και τον έσπρωξα έντονα, καθώς είχε έρθει κοντά για να ακούσει τις οδηγίες του Ρεχάγκελ, διότι ήξερε και γερμανικά. Είχε έρθει πονηρά κοντά στον Ρεχάγκελ και τον Τοπαλίδη που μιλούσαν και σηκώθηκα και τον έσπρωξα και τον πέταξα στον πάγκο της Ουκρανίας. Όλο αυτό το είδαν οι παίκτες και ταρακουνηθήκανε και μετά από λίγο βάλαμε το γκολ και νικήσαμε. Ένα μικρό περιστατικό το οποίο αποτελεί άλλη μια μικρή λεπτομέρεια σε όλη εκείνη την πορεία. Αυτό δεν το έχω πει ξανά.”
Θα θέλατε να πείτε κάτι για να κλείσετε εσείς τη συνέντευξη;
“Επειδή έφυγα από την ομάδα χωρίς να ευχαριστήσω κανέναν, θέλω μετά από 20 χρόνια να ευχαριστήσω έναν-έναν προσωπικά τους παίκτες, τον κύριο Ρεχάγκελ, τον κύριο Τοπαλίδη, τον πρόεδρο της ΕΠΟ κύριο Γκαγκάτση, το Συμβούλιο, που μου έδωσαν τη χαρά να είμαι με την ομάδα και να ζήσω αυτό το επίτευγμα και ευχαριστώ και σένα προσωπικά για την ευκαιρία που μου έδωσες.”