Ο προπονητής της ΑΕΚ, Ματίας Αλμέιδα, μιλά στην εισαγωγή της αυτοβιογραφίας του για τα προβλήματα που αντιμετώπισε με το αλκοόλ, αλλά και το πώς έφτασε στην κατάσταση να αισθάνεται ότι πεθαίνει λόγω της χρήσης του.

Μέσα στις επόμενες μέρς κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά η αυτοβιογραφία του Ματίας Αλμέιδα από την «Mvpublications». Μάλιστα σήμερα δόθηκε στη δημοσιότητα η εισαγωγή του βιβλίου, στο οποίο ο Αργεντινός τεχνικός μιλά για τα προβλήματα με το αλκοόλ που αντιμετώπισε.

«ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΔΕΙΧΝΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ»

“Η ζωή του ποδοσφαιριστή δεν είναι ρόδινη. Πολύς κόσμος στέκεται μόνο στο οικονομικό, αλλά από πίσω υπάρχουν απίστευτες ιστορίες. Εγώ έφτασα στο σημείο να μαζεύω μασημένες τσίχλες από το πάτωμα γιατί οι γονείς μου δεν είχαν να μου αγοράσουν λιχουδιές, στο σπίτι μου σχηματίζαμε ουρά για να πάμε στην τουαλέτα – πάντα πετύχαινα ζεστή τη λεκάνη. Κι όταν σε ηλικία δεκαπέντε ετών ήρθα να ζήσω σε ξενώνα της ομάδας, φοβόμουν πολύ. Και πέθανα από ντροπή τη μέρα που πήγα με τα συνεργεία καθαρισμού στο «Μονουμεντάλ» και με αναγνώρισαν ως το παιδί που είχε κάνει ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα της Ρίβερ.

Στο ποδόσφαιρο βίωσα την πρώτη μεγάλη απογοήτευσή μου όταν ο Φεδερίκο Βάιρο, ο άνθρωπος που με ανακάλυψε και υπήρξε μέντοράς μου, μου έστειλε μια επιστολή ζητώντας χρήματα από μια μεταγραφή. Πέρασα μια κόλαση στην Πάρμα, όπου έβαλαν να μου κλέψουν το ίδιο μου το σπίτι, και στην Μπρέσια τη μέρα που οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί μας μας εξευτέλισαν ενώπιον της διοίκησης. Δάγκωσα μια πετσέτα και έπνιξα μέσα μου την κραυγή που ήθελα να βγάλω λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει το πρώτο μου ματς στο Μουντιάλ, όταν ο γιατρός μού έκανε ενέσεις για να μου «ναρκώσει» την κήλη. Έπεσα σε κατάθλιψη όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο και επίσης είχα σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ: δύο φορές βρέθηκα σε πλήρη αποσύνθεση, έπρεπε να καλέσω το ασθενοφόρο και νόμιζα ότι θα πεθάνω.

Εξερράγη η καρδιά μου από χαρά όταν επέστρεψα στο ποδόσφαιρο και έκλαψα όπως ποτέ άλλοτε όταν πέσαμε στη δεύτερη κατηγορία. Ένιωσα λες και πέθανε ένας αγαπημένος μου άνθρωπος και το ίδιο ακριβώς ξημέρωμα αντιλήφθηκα ότι ο μοναδικός τρόπος να πάρω ρεβάνς ήταν να επαναφέρω τη Ρίβερ στην πρώτη κατηγορία.

Μου φάνηκε ατελείωτο. Όχι το βιβλίο, αλλά αυτό το πρωτάθλημα. Κάποιες στιγμές πέρασα πολύ άσχημα. Μια φορά, για παράδειγμα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πήγα για κωπηλασία στις δύο το πρωί, ήθελα να πάρει αέρα το κεφάλι μου. Δεν έβλεπα τη στιγμή να τελειώσει αυτό το μαρτύριο, να τελειώσει επιτέλους.

Είναι πολύ όμορφο να έχεις ένα δικό σου βιβλίο. Είχα ήδη φυτέψει ένα δέντρο και χαίρομαι με τη Λου τις τρεις αγαπημένες μας κόρες. Μου έλειπε το βιβλίο. Και είναι πολύ ωραίο να το έχω, αλλά και μισότρελο επίσης, γιατί φανερώνεις τις σκέψεις και τις πιο προσωπικές εμπειρίες σου σε όλο τον κόσμο. Ανοίγεσαι υπερβολικά σε μια τόσο παράξενη κοινωνία, στην οποία υπάρχουν πολλοί που στο μέλλον θα ανασύρουν τα λάθη μου και θα με επικρίνουν ουρλιάζοντάς τα μου από την εξέδρα.

Αν και κάποιες φορές αισθάνθηκα μια σχετική αμηχανία, ή και φόβο, διηγήθηκα πολλά πράγματα που ποτέ δεν είχα δημοσιοποιήσει, γιατί –ίσως αυτό εκπλήσσει τόσο πολλούς– στην τελική δεν κάνω κάτι άλλο από το να δείχνω ποιος είμαι. Τι έχω να κρύψω από τη στιγμή που μου αρέσει να είμαι διαφανής;

Γνώρισα τον Ντιέγκο Μπορίνσκι στα πρώτα μου χρόνια στη Ρίβερ και πάντα εκτιμούσα την αφοσίωση με την οποία μετέφερε αυτούσιες τις λέξεις μου στις συνεντεύξεις που μου έκανε για τα κείμενά του στο Εl Gráfico. Γι’ αυτό έγραψα αυτό το βιβλίο μ’εκείνον. Αν και, ομολογώ, κατέληξε να υποφέρει από την έλλειψη οργάνωσης που με χαρακτηρίζει. Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα λάθη μου: ξαφνικά κανονίζω μια συνάντηση για τις πέντε το απόγευμα και κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι έχω καλέσει τρία διαφορετικά άτομα.

Εδώ είναι το βιβλίο. Πήρε χρόνο για να γραφτεί, αλλά είναι έτοιμο. Η ζωή του ποδοσφαιριστή δεν είναι ρόδινη. Πάνω από την προσωπική υπερηφάνεια, θα ήθελα οι γραμμές αυτού του βιβλίου να βοηθήσουν ώστε ο κόσμος να κατανοήσει λίγο περισσότερο τον ποδοσφαιριστή. Σκέφτομαι τη Λου, τους γονείς μου, τις αδερφές μου και τους κουνιάδους μου, τα ανίψια μου, τους πεθερούς μου, τη γιαγιά μου Μετσίτα και τον παππού Λουίς, την προγιαγιά μου Τερέσα, που με πήγαινε στο πάρκο να παίξω και έπαιρνε και εκείνη μέρος, για να παίζουμε δύο εναντίον δύο. Και σκέφτομαι πολύ τις κόρες μου. Για εκείνες θα είναι λίγο περίεργο να διαβάσουν αυτό το βιβλίο, γιατί θα γνωρίσουν ολοκληρωτικά τον πατέ- ρα τους. Θα μάθουν για ζητήματα που αγνοούσαν, για το πώς μεγάλωσα, για τα λάθη που έκανα και θα συνεχίσω να κάνω. Πάνω από όλα, ελπίζω στο τέλος να καταλάβουν ότι οι αξίες που πάντα τους μετέδιδα είναι αυτές που μου έδωσαν κι εμένα, και βρίσκονται σε αυτό το βιβλίο. Μακάρι να τους αρέσει. Σ’ εκείνες και σε όλους”.