Ο Ιταλός αμυντικός μέσος Τζιουζέπε Φουρίνο (Giuseppe Furino), γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου του 1946, στο Παλέρμο της Σικελίας. Ένας μικρός μεν το δέμας (1.67 μ.), αλλά εξαιρετικά επίμονος και σχετικά μυώδης ποδοσφαιριστής, με το παρατσούκλι «Furia» (Μανία), λεκτικός συνειρμός με τ’ όνομά του, ήταν γνωστός για το σημαντικό του έργο και την ενέργεια στη μεσαία γραμμή, στην αναχαίτιση των επιθέσεων των αντιπάλων, παίζοντας ως αμυντικός μέσος, αν και ήταν επίσης προικισμένος με καλή τεχνική κατάρτιση. Σκληρός παίκτης, άριστος τακτικά, είχε την ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι, διακρινόμενος και στον επιθετικό τομέα με κύρια χαρακτηριστικά τον ρυθμό και την αντοχή. Ξεκίνησε την καριέρα του με τη Σαβόνα το 1966 και αργότερα πέρασε μια σεζόν με την Παλέρμο το 1968. Το 1969, μεταγράφηκε στη Γιουβέντους, όπου παρέμεινε για 15 χρόνια, αναδεικνυόμενος σε αρχηγό της ομάδας, ενώ κατέκτησε αρκετούς εθνικούς και διεθνείς τίτλους, συμπεριλαμβανομένου ενός ιταλικού ρεκόρ των 8 τίτλων της ιταλικής Serie A. Σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την Ιταλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, όπου ήταν φιναλίστ.
Γεννήθηκε στο Παλέρμο, αλλά έμεινε μόλις έξι μήνες, μετακομίζοντας οικογενειακώς στο Αβελίνο, ακολουθώντας τον διευθυντή τραπέζης πατέρα του. Έμεινε εκεί μέχρι τα 8 του χρόνια, μετακόμισαν στην Νάπολι και τελικά στα 15 του βρέθηκε στο Τορίνο. Έχοντας αρχικά ξεκινήσει την καριέρα του από τα τμήματα υποδομής της Γιουβέντους, επαγγελματικά έκανε ντεμπούτο για τη Σαβόνα, το 1966, στη Β’ Κατηγορία, παίζοντας για 2 σεζόν και συμμετέχοντας σε 61 παιχνίδια με 7 γκολ. Παρά τον υποβιβασμό της ομάδας στη πρώτη του χρονιά, με τις εξαιρετικές του εμφανίσεις στη Serie C1, τον έφεραν για μια σεζόν, την 1968/69 στην Παλέρμο, με την οποία έκανε ντεμπούτο στη Serie Α, σε μια ήττα 0-3 από τη Κάλιαρι, στις 29 Αυγούστου του 1968. Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις με τον Σικελικό σύλλογο, με ένα γκολ σε 27 παιχνίδια, τον επανέφεραν στη Γιουβέντους για τη σεζόν 1969/70.
Έκανε το ντεμπούτο του για τη Γιουβέντους σε μια ισοπαλία 0-0 για το Κύπελλο Ιταλίας εναντίον της Μάντοβα, στις 31 Αυγούστου του 1969, σκόραρε το πρώτο του γκολ του, μια εβδομάδα αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας νίκης με 3-1 επί της Μπρέσια, πάλι για το Κύπελλο και ντεμπουτάρισε για το πρωτάθλημα στις 14 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στη νίκη με 4-1 επί της πρώην ομάδας του, της Παλέρμο. Αγωνίστηκε για τη «Γηραιά Κυρία» για 15 διαδοχικές περιόδους, με τον τελευταίο αγώνα του έρχεται εναντίον της Αβελίνο στις 6 Μαΐου του 1984. Έκανε 361 εμφανίσεις στη Serie A για τη Γιουβέντους και 528 σε όλες τις διοργανώσεις, σκοράροντας 19 γκολ, ενώ έγινε ο 11ος αρχηγός στην ιστορία του συλλόγου, διαδεχόμενος τον Πιέτρο Αναστάζι (Pirteo Anastasi) το καλοκαίρι του 1976, κρατώντας το περιβραχιόνιο για τα 8 επόμενα χρόνια! Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1981, κατά τη διάρκεια μιας νίκης 3-0 επί της Πάρμα, ξεπέρασε τα 443 παιχνίδια του Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι (Giampiero Boniperti) για την «Γηραιά Κυρία» και με 465 παιχνίδια φορώντας την ασπρόμαυρη φανέλα, έγινε ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του συλλόγου, πριν το ρεκόρ του ξεπεραστεί, έξι χρόνια αργότερα, από τον Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea). Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1982, έγινε ο πρώτος Γιουβεντίνος στην ιστορία που έφτασε το όριο των 500 παιχνιδιών για την «Κυρία», σε μια ισοπαλία 1-1 εναντίον της Πάντοβα.
Κατέκτησε 8 ιταλικά πρωταθλήματα, κάτι που τον καθιστά τον πολυνίκη Ιταλό, ρεκόρ που μοιράζεται με τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν (Gianluigi Buffon) και τον Τζιοβάνι Φεράρι (Giovanni Ferrari), με τους Φουρίνο και Μπουφόν, να τα έχουν όλα με τη Γιουβέντους, ενώ ο Φεράρι κατέκτησε 5 με τη Γιούβε, 2 με την Ίντερ και ένα με τη Μπολόνια, την δεκαετία του 1930. Και ο Βιρτζίνιο Ροζέτα (Virginio Rosetta) έχει κατακτήσει επίσης 8 πρωταθλήματα, αλλά τα 3 από αυτά (2 με τη Προ Βέρτσελι και ένα με τη Γιουβέντους) ήλθαν πριν η Serie Α’ μετασχηματιστεί σε επαγγελματική κατηγορία, το 1929. Κατέκτησε επίσης 2 φορές το Κύπελλο Ιταλίας, το Κύπελλο UEFA της περιόδου 1976/77 και το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης του 1983/84. Συμμετείχε στον χαμένο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1972/73 από τον Άγιαξ και ήταν στην ομάδα, χωρίς να αγωνιστεί, σε αυτόν του 1982/83 από το Αμβούργο, καθώς και στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου του 1973, στην ήττα 0-1 από την αργεντίνικη Ιντεπεντιέντε.
Έπαιξε 3 φορές για την εθνική ομάδα της Ιταλίας, μεταξύ 1970 και 1974 και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, φτάνοντας στον τελικό (1-4 από τη Βραζιλία). Έκανε το διεθνές ντεμπούτο του κατά τη διάρκεια του τουρνουά, στον αγώνα της Ιταλίας εναντίον της Ουρουγουάης, στις 6 Ιουνίου του 1970, ως αλλαγή του Άντζελο Ντομενγκίνι (Angelo Domenghini). Φόρεσε και πάλι τη φανέλα της εθνικής στις 25 Φεβρουαρίου του 1973, σε μια νίκη με 1-0 εναντίον της Τουρκίας στη Κωνσταντινούπολη, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974 και άλλη μια φορά, στις 29 Δεκεμβρίου του 1974, σε μια φιλική ισοπαλία 0-0 με την Βουλγαρία στη Γένοβα. Ο λόγος των περιορισμένων διεθνών εμφανίσεων, εντοπίζεται κυρίως λόγω ύπαρξης των εμβληματικών Ιταλών μέσων, του Ρομέο Μπενέτι (Romeo Benetti) και του Γκαμπριέλε Οριάλι (Gabriele Oriali).
Ο Τζιουζέπε Φουρίνο, παρά το μικρό του σωματότυπού του, υπήρξε ένας ανυποχώρητος και τακτικά ευέλικτος παίκτης, ο οποίος διακρίθηκε για το έργο του σε ρόλο αμυντικού μέσου λόγω της δυνατής και σχετικά μυώδους σωματικής του διάπλασης. Με το παρατσούκλι «Furia» από τους οπαδούς της Γιουβέντους, ήταν γνωστός για την επιθετικότητα και την εργατικότητά του, όντας ένας σκληρός παίκτης, άριστος τακτικά, που είχε την ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι, διακρινόμενος και στον επιθετικό τομέα με κύρια χαρακτηριστικά τον ρυθμό και την αντοχή. Υπήρξε επίσης αρκετά ομαδικός παίκτης, διαθέτοντας καλή τεχνική κατάρτιση, παρά τον αμυντικό ρόλο του.
Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, εγκαταστάθηκε στο Μονκαλιέρι, μια πόλη στην ενδοχώρα του Τορίνο, όπου συνέχισε να εργάζεται ως ασφαλιστής, κάτι που ήδη έκανε από τα τελευταία χρόνια της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας. Το 2015 ήταν υποψήφιος για δήμαρχος της πόλης, στις τάξεις του συνασπισμού της κεντροδεξιάς, χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί.