Μάλιστα, σύμφωνα με το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων Ansa, μεταξύ αυτών είναι επίσης ο πρόεδρος του συλλόγου Αντρέα Ανιέλι και ο αντιπρόεδρος Πάβελ Νέντβεντ.
Οι έρευνες από την εισαγγελία του Τορίνο διεξήχθησαν από ομάδα δικαστών της Ομάδας Ποινικού Δικαίου της Οικονομίας, αποτελούμενη από τους αναπληρωτές εισαγγελείς Τσίρο Σαντοριέλο, Μάριο Μπεντόνι και τον αναπληρωτή εισαγγελέα Μάρκο Τζανόλιο.
Οι προϋπολογισμοί που ελήφθησαν υπόψη από τους ερευνητές είναι τρεις: του 2018 (εγκρίθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2019), 2019 (εγκρίθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2020) και 2020 (εγκρίθηκε στις 29 Οκτωβρίου).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι συναλλαγές, οι οποίες δεν δημιουργούν χρηματοοικονομικές ροές κανενός είδους, συνάπτονται σε αξίες που καθορίζονται από τα μέρη με αυθαίρετο τρόπο και με στόχο την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της στιγμής: αυτές οι συναλλαγές θεωρούνται πλασματικές».
Ωστόσο, σύμφωνα με την κατηγορία, «τα κέρδη κεφαλαίου που προέκυψαν από αυτές έχουν επανεξεταστεί σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, με τα οποία η Γιουβέντους FC, ως εισηγμένη εταιρεία, πρέπει σε κάθε περίπτωση να συμμορφώνεται».
Για τους ανακριτές υπήρξε περαιτέρω παρέμβαση για την αλλαγή των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, μέσω «ελιγμών μισθών», τα έτη 2020 και 2021.
«Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για να πιστέψουμε ότι οι παίκτες, σε συμφωνία με τον σύλλογο, αρνήθηκαν να λάβουν, σε συνδυασμό με την περίοδο της πανδημίας, μόνο μισθό ενός μήνα και όχι τέσσερις, όπως ανακοινώθηκε από τη Γιουβέντους FC τον Μάρτιο του 2020».
Οι υπόλοιποι τρεις μήνες, «δεν υπόκεινται σε παραίτηση, αλλά αναβλήθηκαν για τα επόμενα έτη. Ορισμένοι ύποπτοι κατηγορήθηκαν για το αδίκημα της δόλιας δήλωσης, μέσω της χρήσης τιμολογίων για επίμονες συναλλαγές».