Ο Μαρκ Ιουλιάνο υπήρξε ένας από τους πιο αξιόπιστους Ιταλούς κεντρικούς αμυντικούς, που κέρδισε πολλούς εγχώριους και διεθνείς τίτλους κυρίως με την φανέλα της Γιουβέντους.

Ο Μαρκ Ιουλιάνο υπήρξε ένας από τους πιο αξιόπιστους Ιταλούς κεντρικούς αμυντικούς, που κέρδισε πολλούς εγχώριους και διεθνείς τίτλους κυρίως με την φανέλα της Γιουβέντους.
Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός Μαρκ Ιουλιάνο (Mark Iuliano), γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου του 1964, στη Κοζέντσα της Καλαβρίας. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομία με την Γιουβέντους στην ιταλική Serie A, κατακτώντας αρκετούς εθνικούς και διεθνείς τίτλους. Θεωρείται ένας από τους Καλύτερους και πιο Συνεπείς Κεντρικούς Αμυντικούς της γενιάς του! Παίκτης δυνατός, έξυπνος, αποτελεσματικός στο ατομικό μαρκάρισμα, ανίκητος στο ψηλό παιχνίδι (1,91 μ.) και με καίριες τοποθετήσεις, μπορούσε να προσφέρει και ως αριστερός μπακ. Σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την εθνική ομάδα της Ιταλίας στο Euro του 2000, φτάνοντας στο τελικό και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 .
Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα με την Σαλερνιτάνα το 1990. Έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα στις 21 Απριλίου του 1991, σε μια ισοπαλία 1-1 εναντίον της Μεσίνα. Αποκτήθηκε δανεικός από τη Μπολόνια, για μια σεζόν, το 1992 και σημείωσε 1 γκολ σε 24 εμφανίσεις. Μετά την επιστροφή στο Σαλέρνο, δόθηκε και πάλι δανεικός το 1993, για άλλη μια σεζόν, αυτή τη φορά στη Μόντσα. Έκανε 16 εμφανίσεις για τον σύλλογο και μετά από αυτές τις 2 εντυπωσιακές από πλευράς απόδοσης σεζόν, επέστρεψε στην Σαλερνιτάνα, όπου και έγινε βασικός, κάνοντας πάνω από 85 εμφανίσεις και σκοράροντας ένα γκολ, αγωνιζόμενος τόσο στο κέντρο πίσω ή και περισσότερο ως κεντρικός μπακ. Εντυπωσιάζοντας σε μεγάλο βαθμό, στη δεύτερη κυρίως περίοδό του με τη Σαλερνιτάνα, τράβηξε την προσοχή αρκετών μεγάλων συλλόγων, κυρίως της Γιουβέντους. Τον Ιούλιο του 1996, μεταγράφηκε στη «Γηραιά Κυρία», με τον χαλκέντερο άσο να ανήκει στους «μπιανκονέρι» του ιταλικού κάλτσιο για 9 σεζόν!
Έκανε το ντεμπούτο του στη Serie Α, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1996, στη νίκη με 2-1 νίκη επί της Κάλιαρι. Στην πρώτη του σεζόν με τη Γιουβέντους έπαιξε σε 21 παιχνίδια πρωταθλήματος πετυχαίνοντας ένα γκολ, στις 23 Μαΐου του 1996, τη προτελευταία μέρα του πρωταθλήματος, σε μια ισοπαλία 1-1 απέναντι στην Αταλάντα, που έδωσε και μαθηματικά το Scudetto στην Γιουβέντους! Συνέχισε να είναι βασικός και την επόμενη σεζόν, παρά τα προβλήματα τραυματισμών που τον ταλαιπώρησαν κατά την περίοδο 1999-2000, περιορίζοντας τον σε μόλις 20 εμφανίσεις. Είχε την τύχη να συνεργαστεί με μια πλειάδα κορυφαίων αμυντικών ποδοσφαιριστών όπως ο Τσίρο Φεράρα (Ciro Ferrara), ο Πάολο Μοντέρο (Paolo Montero), ο Ιγκόρ Τούντορ (Igor Tudor), ο Λιλιάν Τουράμ (Lilian Thuram), ο Τζιανλούκα Πεσότο (Gianluca Pessotto), ο Τζιανλούκα Ζαμπρότα (Gianluca Zambrotta), ο Φάμπιο Καναβάρο (Fabio Cannavaro) και ο Τζόρτζιο Κιελίνι (Giorgio Chiellini), αλλά και άλλους, φτιάχνοντας μια απροσπέλαστη γραμμή άμυνας, που για την εποχή της θεωρήθηκε η καλύτερη στον Κόσμο!
Μετά τον θρίαμβο της σεζόν 2004/05 στη Serie A, ο Πάολο Μοντέρο και ο Τσίρο Φεράρα, έκλεισαν τη καριέρα τους με τη Γιουβέντους (ο τίτλος αργότερα αφαιρέθηκε μετά από τη συμμετοχή της Γιούβε στο σκάνδαλο Calciopoli του 2006). Ο Ιουλιάνο παρέμεινε, χωρίς όμως να παίρνει πολύ χρόνο συμμετοχής στο πρώτο μισό της σεζόν, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 2005 να αποχωρήσει για να ενταχθεί στην ισπανική Μαγιόρκα, με ελεύθερη μεταγραφή. Έκανε πάνω από 200 συνολικές εμφανίσεις για τη Γιουβέντους σε όλες τις διοργανώσεις, σκοράροντας σχεδόν 15 γκολ (187 συμμετοχές με 7 γκολ για το πρωτάθλημα). Κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (1997, 1998, 2002, 2003), 3 ιταλικά Σούπερ Καπ (1997, 2002, 2003), ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, το 1996 και το Διηπειρωτικό Κύπελλο αυτής της χρονιάς καθώς επίσης και το Κύπελλο Ιντερτότο του 1999. Ακόμη, συμμετείχε σε 3 τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ (1997, 1998, και 2003) και δύο τελικούς Κυπέλλου Ιταλίας (το 2002 και το 2004)!
Υπηρέτησε για μία περίοδο τη Μαγιόρκα, συμμετέχοντας σε 29 παιχνίδια και πετυχαίνοντας 4 γκολ. Επαναπατρίστηκε στην Ιταλία τον Ιανουάριο του 2006, για λογαριασμό της Σαμπντόρια. Παρέμεινε στη Γένοβα μόνο για 6 μήνες, κάνοντας μια απογοητευτική περίοδο, αφού συμμετείχε σε μόλις 4 παιχνίδια στο πρωτάθλημα! Έφυγε από τη Λιγουρία, μετακομίζοντας στη Σικελία, για λογαριασμό της Μεσίνα, το καλοκαίρι του 2006. Μετά από δύο συνεχόμενες αρκετά εντυπωσιακές σεζόν στη Serie A, η Μεσίνα δεν κατάφερε να αποφύγει τον υποβιβασμό στην Serie Β τη περίοδο 2006/07! Τη μια του σεζόν στον σύλλογο, έκανε συνολικά 24 εμφανίσεις και σημείωσε 1 γκολ.
Μετά τον υποβιβασμό, το συμβόλαιό του δεν ανανεώθηκε και ως εκ τούτου έμεινε ελεύθερος από την 1η Ιουλίου του 2007. Δεν ήταν σε θέση να βρει ένα σύλλογο κατά τη διάρκεια της μεταγραφικής περιόδου του καλοκαιριού του 2007 και υπήρξαν φήμες για επιστροφή του στη Γιουβέντους, ώστε να βοηθήσει στην εκ νέου ανοικοδόμηση της ομάδας. Αποδείχθηκαν μόνο φήμες, καθώς η συμφωνία ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε και παρέμεινε ελεύθερος για τους επόμενους 6 μήνες. Μετά από αυτούς, υπέγραψε για την Ραβέννα, στη Β Κατηγορία, τον Ιανουάριο του 2008. Ο βετεράνος, βρήκε αμέσως θέση στην αρχική ενδεκάδα, αλλά σε έναν έλεγχο ντόπινγκ μετά το παιχνίδι εναντίον της Τσεζένα, τον Μάιο του 2008, βρέθηκε θετικός για χρήση κοκαΐνης, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί για 2 χρόνια!
Αποσύρθηκε από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, τον Ιούνιο του 2008, σε ηλικία 35 ετών. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, είχε 212 συμμετοχές με 7 γκολ στη Serie A και 94 εμφανίσεις με 2 γκολ στη Serie B. Αφού εξέτισε την τιμωρία του, το 2010 επέστρεψε στη δράση και έπαιζε μπάλα, σε ερασιτεχνικό επίπεδο και μετά από 2 χρόνια με τη φανέλα της Σαν Τζενέσιο Κάλτσιο, στο πρωτάθλημα της Α’ Κατηγορίας στη Λομβαρδία, στις 14 Μαρτίου του 2012, σε ηλικία 38 ετών, αποσύρθηκε οριστικά από την ενεργό δράση.
Το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Ιταλίας, ήρθε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1998, σε μια νίκη εκτός έδρας 2-0 επί της Ουαλίας, για τα προκριματικά του Euro του 2000. Χρίσθηκε 19 φορές διεθνής και σημείωσε ένα τέρμα, εναντίον της Πορτογαλίας, στις 26 Απριλίου του 2000. Ήταν βασικό στέλεχος της «σκουάντρα ατζούρα» κατά τη διάρκεια της αιχμής της καριέρας του, έως το 2003. Έφθασε στον τελικό του Euro του 2000, με τον ίδιο βασικό στον τελικό, χάνοντας ωστόσο το τρόπαιο από τη Γαλλία (1-2), ενώ πήρε μέρος και στο Μουντιάλ του 2002.
Μετά τη απόσυρσή του από την ενεργό δράση, ανέλαβε ως προπονητής στα τμήματα υποδομής της Allievi Nazionali στην Παβία, το 2012. Τον Ιούλιο του 2014, διορίστηκε προπονητής της β’ ομάδας της Λατίνα στη Serie Β. Στις 5 Ιανουαρίου του 2015, προάχθηκε σε πρώτο προπονητή, με στόχο να σώσει τον σύλλογο από τον υποβιβασμό. Απολύθηκε τον Νοέμβριο του 2015. Από το 2018 εργάζεται στο προπονητικό τιμ της Ουντινέζε.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia.