Ο Σκωτσέζος επιθετικός μέσος Τζον Γουόρκ, γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1957, στη Γλασκόβη. Πέρασε τον περισσότερο χρόνο της ποδοσφαιρικής του καριέρας παίζοντας με την Ίπσουιτς, συνολικά τα 17 από τα 22 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας, στην οποία και τελείωσε τη καριέρα του, το 1997, ύστερα από μια τετραετία στη Λίβερπουλ και μια περίοδο στη Μίντλεσμπρο. Κέρδισε -ένα ρεκόρ- 4 βραβεία Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς πριν γίνει ο ένας από τα 4 εναρκτήρια μέλη που εγκαταστάθηκαν στο Hall of Fame του συλλόγου.
Ένας ευέλικτος παίκτης, δεν υπήρξε ο «εξαιρετικά ταλαντούχος», επρόκειτο όμως για έναν εξαιρετικό ποδοσφαιριστή-πολυεργαλείο πολυτελείας! Έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του καριέρας ως μέσος, αν και μερικές φορές αγωνίστηκε ως κεντρικός αμυντικός και σε ορισμένες περιπτώσεις ως επιθετικός. Εκπροσώπησε τη Σκωτία, κερδίζοντας 29 διεθνείς συμμετοχές και πετυχαίνοντας 7 γκολ. αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, κάνοντας 3 εμφανίσεις και σκοράροντας 2 φορές. Όσο ακόμη αγωνιζόταν, εμφανίστηκε στην ταινία «Escape to Victory» (Η Μεγάλη Απόδραση Των 11). Μετά την αποχώρησή του, συνέχισε να εργάζεται για την Ίπσουιτς και από τον Απρίλιο του 2009 απασχολείται στο τμήμα εταιρικής φιλοξενίας. Η αυτοβιογραφία του, «Wark On», δόθηκε στη δημοσιότητα το 2009.
Γιος του Άλεξ και της Έλεν, ήταν το τρίτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας με άλλα 2 αδέλφια και μια αδελφή. Ζούσαν σε ένα τετραώροφο συγκρότημα πολυκατοικιών και μετακόμισαν σε κάτι καλύτερο όταν ο πατέρας βρήκε μια δουλειά στην Άλμπιον Μότορς. Ξεκίνησε σε διάφορα ερασιτεχνικά σωματεία γύρω στα 14 του χρόνια, με σπουδαιότερο την Ντραμτσάπελ, όπου προπονητής του υπήρξε ο πατέρας -και συνονόματος- του σύγχρονου προπονητή Ντέιβιντ Μόγιες (David Moyes). Εκεί προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Σέλτικ και έκανε κάποιες προπονήσεις στα εφηβικά τμήματα. Ως οπαδός των Ρέιντζερς, όμως δεν απάντησε στη προσφορά συμβολαίου και πήγε να δοκιμαστεί στην Αγγλία, έχοντας προσκλητήρια από τη Μάντσεστερ Σίτι, την Μπρίστολ και την Ίπσουιτς, όπου τον υποδέχθηκε προσωπικά ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον (Bobby Robson), που αργότερα ο ίδιος περιγράφει ως τον άνθρωπο που επηρέασε στο μέγιστο βαθμό τη ποδοσφαιρική του καριέρα! Ξεκίνησε από τα τμήματα υποδομής της Ίπσουιτς, αρχικά παίζοντας ως αριστερός οπισθοφύλακας πριν μετατεθεί στο κέντρο της άμυνας και περιστασιακά αγωνιστεί ως δεξιός μπακ.
Υπέγραψε ως επαγγελματίας στα 17α γενέθλιά του και αντικατέστησε τον τραυματία Κέβιν Μπίτι (Kevin Beattie), κάνοντας το ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα στις 27 Μαρτίου του 1975 στην νίκη με 3-2 για τον 6ο γύρο του Κυπέλλου Αγγλίας, εναντίον της Λίντς, σ’ ένα παιχνίδι που παίχτηκε στο Λέστερ! Το 1978, μέλος μια νεανικής ομάδας, με προπονητή τον Μπόμπι Ρόμπσον, έκαναν την έκπληξη νικώντας στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας την Άρσεναλ με 1-0. Η Ίπσουιτς, μετά από μια απογοητευτική χρονιά το 1979, κέρδισε υψηλές θέσεις στο πρωτάθλημα το 1980 έως το 1982, τερματίζοντας πίσω από τις πρωταθλήτριες Λίβερπουλ και Άστον Βίλα. Σε ευρωπαϊκό διασυλλογικό επίπεδο, κατέκτησε το Κύπελλο UEFA του 1981, νικώντας στους διπλούς τελικούς τους Ολλανδούς της AZ 67 Άλκμααρ, με συνολικό σκορ 5-4. Ο Γουόρκ είχε σκοράρει 14 γκολ σ’ αυτή τη διοργάνωση, συμπεριλαμβανομένων και δύο, από ένα στο διπλό τελικό. Ισοφάρισε έτσι το ρεκόρ του Ζοζέ Αλταφίνι (José Altafini) της Μίλαν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της σεζόν 1962/63. Ο προσωπικός του θρίαμβος για εκείνη τη σεζόν ήταν να κερδίσει το ευρωπαϊκό βραβείο του Καλύτερου Νεαρού Παίκτη της Χρονιάς, αλλά και την αναγνώριση από τους επαγγελματίες συμπαίκτες του ως Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στην Αγγλία! Τελείωσε τη σεζόν 1980/81 με 36 γκολ.
Συνέχισε να είναι βασικός στην Ίπσουιτς, ακόμα κι όταν ο Ρόμπσον ανέλαβε τις τύχες της εθνικής Αγγλίας, το 1982, στην ομάδα όμως άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια κορεσμού. Ζήτησε αύξηση των αποδοχών του και όταν αυτή απορρίφθηκε, υπέβαλε αίτηση μεταγραφής που έγινε δεκτή. Στις 10 Μαρτίου του 1984, έφυγε από την Ίπσουιτς για τη Λίβερπουλ, σε μια μεταγραφή αξίας 450.000 στερλινών, προκειμένου να αντικαταστήσει τον Γκρέιαμ Σούνες (Graeme Souness), που είχε συμφωνήσει με την Σαμπντόρια και θα αποχωρούσε στο τέλος αυτής της περιόδου. Έκανε το ντεμπούτο του στις 31 Μαρτίου του 1984, σε μια νίκη 2-0 στο πρωτάθλημα εναντίον της Γουάτφορντ εκτός έδρας, σκοράροντας το πρώτο γκολ της Λίβερπουλ στο 58ο λεπτό. Στο Άνφιλντ, μπήκε αμέσως στο κλίμα της ομάδας και παρόλο ότι του έμεινε σχετικά περιορισμένος αριθμός αγώνων μέχρι το τέλος της σεζόν, κατάφερε να συμμετάσχει σε πάρα πολλούς, εξασφαλίζοντας το μετάλλιο του πρωταθλητή της σεζόν 1983/84!
Επίσης, στη Λίβερπουλ, χρησιμοποιήθηκε ως παραγωγικός μεσοεπιθετικός. Τελείωσε τη σεζόν 1984/85 ως ο Κορυφαίος Σκόρερ του συλλόγου, με 27 γκολ σε 62 εμφανίσεις, σε αυτά να περιλαμβάνονται και 3 χατ-τρικ, ένα στο πρωτάθλημα, ένα στο Κύπελλο κι άλλο ένα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η Λίβερπουλ έφτασε στον τελικό της υπέρτατης ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης το 1985, αλλά ο αγώνας επισκιάστηκε από τη Τραγωδία του Χέιζελ. Στις αρχές του 1986, υπέστη έναν τραυματισμό όταν έσπασε τον αστράγαλο του, παράλληλα με ρήξη του αχίλλειου τένοντα, με αποτέλεσμα να μην έχει συμμετοχή στο μόνο μέχρι σήμερα double στην ιστορία του συλλόγου! Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αποκατάστασης, αγωνίστηκε για λίγο ως αναπληρωματικός, ενώ συμμετείχε ελάχιστα στον χαμένο τελικό του Λιγκ Καπ από την Άρσεναλ. Στο πλαίσιο της ανανέωσης που επιχείρησε ο Κένι Νταλγκλίς (Kenny Dalglish), έχοντας αντικατασταθεί ουσιαστικά από τον Τζον Μπάρνς (John Barnes), επέστρεψε στην Ίπσουιτς, στις 4 Ιανουαρίου του 1988, για 100.000 λίρες. Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του, σε 108 παιχνίδια σκόραρε 42 γκολ για την Λίβερπουλ.
Πέρασε δύο καλές χρονιές με την παλιά του ομάδα, πλέον στη Β’ Κατηγορία, όπου με όπλα την εμπειρία του και την αντοχή του ήταν ο κεντρικός πυλώνας της ομάδας, χάνοντας μόνο 2 παιχνίδια σε 2 χρόνια, σκοράροντας άλλα 20 γκολ. Το πιο εκπληκτικό, ήταν το 1990, όπου απορρίπτοντας την γελοία όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε προσφορά του προπονητή Τζον Λάιαλ (John Lyall), υπέγραψε στη βασική αντίπαλο της Ίπσουιτς για την άνοδο εκείνα τα χρόνια, τη Μίντλεσμπρο, στην οποία, ωστόσο, παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο, επιστρέφοντας και πάλι τον Αύγουστο του 1991 στο Πόρτμαντ Ρόουντ. Μέχρι το τέλος της καριέρα του το 1997, λίγο πριν από τα 40α του γενέθλια, παρέμεινε πιστός στην Ίπσουιτς, ενώ κατά την περίοδο μεταξύ 1992 και 1995, για 3 χρόνια την βοήθησε στη νεοσύστατη τότε Premier League. Στα ύστερα της ποδοσφαιρικής του καριέρας, αγωνίστηκε ως κεντρικός αμυντικός, επεκτείνοντας το χρόνο της καριέρας του λόγω του χαμηλότερου στρες αντοχής. Σε ένα σύνολο 826 αγώνων πρωταθλήματος, ως επαγγελματίας, έκανε 679 εμφανίσεις για την Ίπσουιτς. Είναι ο 3ος Υψηλότερος Σκόρερ Όλων Των Εποχών για την Ίπσουιτς, με τα 179 γκολ που σημείωσε για τον σύλλογο, παρά το γεγονός ότι σπάνια εμφανιζόταν ως επιθετικός! Είναι μια από τις πλέον σεβαστές προσωπικότητες στο αγγλικό ποδόσφαιρο!
Έπαιξε το πρώτο διεθνές παιχνίδι του για την εθνική ομάδα της Σκωτίας, στις 19 Μαΐου του 1979, σε μια ήττα 0-3 από την Ουαλία στο Νίνιαν Παρκ του Κάρντιφ για το βρετανικό εσωτερικό πρωτάθλημα. Σημείωσε το πρώτο διεθνές γκολ του, μια εβδομάδα αργότερα, στις 26 Μαΐου και πάλι σε ένα παιχνίδι για το βρετανικό εσωτερικό πρωτάθλημα, αυτή τη φορά στην ήττα 1-3 από την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 στην Ισπανία, παίζοντας και στα 3 παιχνίδια στη φάση των ομίλων και σκόραρε δύο γκολ, αμφότερα στον εναρκτήριο αγώνα της Σκωτίας, στη νίκη με 5-2 επί της Νέας Ζηλανδίας. Οι «χαϊλάντερς» αποκλείστηκαν στους ομίλους. Κέρδισε 29 διεθνείς συμμετοχές και πέτυχε 7 γκολ. Η τελευταία εμφάνιση του για τη Σκωτία ήρθε τον Σεπτέμβριο του 1984, σε μια νίκη 6-1 επί της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Τζον Γουόρκ έπαιξε ως κεντρικός αμυντικός, ως μέσος και, περιστασιακά, ως επιθετικός. Ήταν ένας ασυνήθιστος παίκτης που ήταν σε θέση να παίξει από αμυντικός μέσος μέχρι και κεντρικός επιθετικός για να σκοράρει. Σύμφωνα με τον συμπαίκτη του Τέρι Μπούτσερ (Terry Butcher), αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι αρκετοί από τους συμπαίκτες του πρόσφεραν κάλυψη όταν αυτός προωθούνταν. Δεν υπήρξε ποτέ «εξαιρετικά ταλαντούχος» παίκτης, αλλά, σύμφωνα με το δημοσιογράφο Jim White, ήταν εξαιρετικά ομαδικός: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η νοοτροπία του “ένας για όλους, όλοι για έναν” που εφαρμοζόταν στη Λίβερπουλ, ήταν ο κινητήριος μοχλός που οδήγησε τη μεγάλη ομάδα, με παίκτες όπως ο Άλαν Κένεντι (Alan Kennedy), ο Τζον Γουόρκ, ο Σάμι Λι (Sammy Lee) και ο Γκρεγκ Τζόνστον (Craig Johnston), που κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν οι κορυφαίοι, αλλά κάθε εβδομάδα, έπαιξαν ως μια οντότητα, σε απόδοση μεγαλύτερη από το άθροισμα των επιμέρους μελών του.» Έχει χαρακτηριστεί ως «ένας αμυντικός χαφ με ένα εκπληκτικό ρεκόρ στο σκοράρισμα». Με τα χρόνια, συνδέθηκε στενά με το μουστάκι του. Ο Owen Slot τον περιγράφει ως «Το Αθάνατο Μουστάκι της Ίπσουιτς», ενώ ο ίδιος σημειώνει «… είναι κάτι σαν σήμα κατατεθέν, ακόμη και αν πολλοί με αποκαλούν Μπρους (Γκρόμπελααρ) …»
Μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, το 1997, συνέχισε να εργάζεται στην Ίπσουιτς σε διάφορα πόστα και από τον Απρίλιο του 2009 είναι υπεύθυνος εταιρικής φιλοξενίας. Η αυτοβιογραφία του, «Wark On», δημοσιεύθηκε το 2009. Έχει παντρευτεί δύο φορές, πρώτα με την Τούλα, την 1η Ιουλίου του 1981, με την οποία έχει ένα γιο, τον Άντριου, που γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1983. Παντρεύτηκε τη Karen τον Απρίλιο του 2009. Το 1981 συμμετείχε στη κινηματογραφική ταινία «Escape to Victory» (Η Μεγάλη Απόδραση Των 11) σε σκηνοθεσία του Τζον Χιούστον (John Huston), όπου υποδύθηκε τον Σκωτσέζο Arthur Hayes, μιλώντας με τη βαριά προφορά της Γλασκόβης.
Το 2006 κέρδισε την 100η θέση στην δημοσκόπηση για τους «100 παίκτες που συγκλόνισαν την KOP», την εξέδρα των φανατικών της Λίβερπουλ, που διοργανώθηκε από την επίσημη ιστοσελίδα του συλλόγου. Πάνω από 110.000 υποστηρικτές έβαλαν την προσωπική τους καλύτερη Top 10 επιλογή! Το 2007, η Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας, στο πλαίσιο του εορτασμού της 100ετηρίδας του Συνδέσμου, ζήτησε από τους οπαδούς όλων των επαγγελματικών συλλόγων της Football League, τον καλύτερο παίκτη για κάθε έναν από αυτούς. Ο Τζον Γουόρκ ήταν η επιλογή των οπαδών της Ίπσουιτς. Το ίδιο έτος, ήταν ένας από τους 4 παίκτες που εγκαταστάθηκαν στο Hall of Fame του συλλόγου.