Ο Πολ Μαγκράθ, με καταγωγή από τη Νιγηρία, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της Ιρλανδίας, παρά το ότι η καριέρα του στιγματίστηκε από προβλήματα με το ποτό, τους καυγάδες και τους τραυματισμούς.

Ο Ιρλανδός κεντρικός αμυντικός Πολ ΜακΓκραθ (Paul McGrath), γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1959, στο Ίλινγκ, στη δυτική ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, από Ιρλανδή μητέρα και Νιγηριανό πατέρα. Αναγνωρίζεται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Παίκτες που έχουν βγει ποτέ από την Ιρλανδία. Σε μια καριέρα που σε μεγάλο βαθμό παρεμποδίστηκε από εκτός παιχνιδιού προβλήματα, έπαιξε 14 επαγγελματικές σεζόν σε υψηλότατο επίπεδο, με την Άστον Βίλα και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (από 7 σεζόν σε κάθε μια). Ένας σκληρός ποδοσφαιριστής με εξαιρετικές τοποθετήσεις και πρόβλεψη του παιχνιδιού, συνέχιζε να αγωνίζεται, παρά τα συνεχιζόμενα προβλήματα με τα γόνατά του. Έπαιξε επίσης για τη Σεντ Πάτρικ Αθλέτικ στη πατρίδα του, τη Ντέρμπι Κάουντι και τη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Επίσης, για πολύ καιρό μέλος της εθνικής ομάδας της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, εμφανίστηκε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1990 και 1994, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988, το πρώτο μεγάλο διεθνές τουρνουά που συμμετείχε η Ιρλανδία.

Ο πατέρας του εξαφανίστηκε λίγο μετά τη σύλληψη του, ενώ η μητέρα του, Μπέτυ ΜακΓκραθ, τον εγκατέλειψε για υιοθεσία όταν ήταν τεσσάρων εβδομάδων. Τρομοκρατημένη ότι ο πατέρας της θα ανακαλύψει ότι είχε μείνει έγκυος εκτός γάμου και μάλιστα σε μια διαφυλετική σχέση, έφυγε μυστικά για το Λονδίνο ώστε να έχει το παιδί της, το οποίο θεωρήθηκε παράνομο.

Όταν ήταν πέντε χρονών, μια από τις κόρες της οικογένειας που είχε υιοθετηθεί, παραπονέθηκε στη μητέρα του, ότι δεν μπορούσε να τον ελέγξει. Εκείνη τη στιγμή τον πήρε πίσω για έναν αριθμό ημερών πριν χρειαστεί να μπει ξανά σε ένα ορφανοτροφείο. Παρά το γεγονός ότι αναφερόταν ως Πολ ΜακΓκραθ στο πιστοποιητικό γέννησής του, η μορφή εισαγωγής στο ορφανοτροφείο απαιτούσε το όνομα του πατέρα. Ως εκ τούτου, ήταν γνωστός ως Πολ Νβομπίλο (Paul Nwobilo) για έναν χρόνο. Είχε ανατραφεί σε μια σειρά από ορφανοτροφεία στο Δουβλίνο, αλλά είχε τακτικές επισκέψεις από τη μητέρα και την αδελφή του, μέχρι την στιγμή που έφυγε απ’ αυτά.

Ξεκίνησε ως μαθητής με την Πιρς Ρόβερς και έπαιξε σε κατώτερο επίπεδο για την Ντάλκει Γιουνάιτεντ. Στη τελευταία, προσέλκυσε την προσοχή του σκάουτερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Μπίλι Μπίχαν (Billy Behan). Πριν γίνει επαγγελματίας με την πρωταθλήτρια Ιρλανδίας, Σεντ Πάτρικ, το 1981, εργάστηκε για λίγο ως μαθητευόμενος εργάτης σε μεταλλείο και σαν φύλακας στο Δουβλίνο. Έκανε το ντεμπούτο του σ’ έναν αγώνα για το Λιγκ Καπ εναντίον της Σάμροκ Ρόβερς τον Αύγουστο. Διακρίθηκε σ’ ολόκληρη τη σεζόν, κερδίζοντας το παρατσούκλι “Το Μαύρο Μαργαριτάρι του Inchicore” και παράλληλα το Βραβείο του Παίκτη της Χρονιάς από τους Επαγγελματίες Ποδοσφαιριστές από την πρώτη του σεζόν, πετυχαίνοντας και τέσσερα γκολ σε 31 εμφανίσεις συνολικά.

Το 1982, μεταγράφηκε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που τότε προπονητής της ήταν ο Ρον Άτκινσον (Ron Atkinson). Η μόνη διάκρισή του ήταν το 1985 στον τελικό του Κυπέλλου, στην ήττα με 1-0 από την Έβερτον. Ονομάστηκε Παίκτης του Αγώνα στο παιχνίδι, το οποίο έχει μείνει στην ιστορία για την αποβολή του Κέβιν Μοράν (Kevin Moran), την πρώτη ιστορικά στον τελικό του θεσμού. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, χρησιμοποιούνταν συχνά ως μέσος εναλλακτικά με αμυντικός ακόμα και στο Όλντ Τράφορντ, παρ’ ότι φαινόταν ότι είχε ένα χαλαρό στυλ παιχνιδιού, δεν στερούνταν ρυθμού.

Sport, Football, League Division One, 31st August 1987, Manchester United 3 v Chelsea 1, Manchester United’s Paul McGrath (Photo by Bob Thomas/Getty Images)

Αρκετοί τραυματισμοί στο γόνατο, εμπόδισαν τον ΜακΓκραθ από το να γίνει ένα κανονικό μέλος της νέας Γιουνάιτεντ του Άλεξ Φέργκιουσον. Οι δυο τους είχαν μια ταραχώδη σχέση, απόρροια του εθισμού του ΜακΓκραθ στο αλκοόλ. Παράλληλα και με τα προβλήματα τραυματισμών, οδήγησαν τη Γιουνάιτεντ να του προσφέρει ένα πακέτο αποχώρησης αξίας 100.000 λιρών, σύμφωνα με μια μαρτυρία. Ο ΜακΓκραθ αρνήθηκε και αντ’ αυτού ο Φέργκιουσον άρχισε να ενημερώνει συλλόγους για την διαθεσιμότητά του. Παρά το γεγονός ότι ο πρώην προπονητής του, Ρον Άτκινσον, έκανε μια προσφορά εκ μέρους της Σέφιλντ Γουένσντεϊ, η προσφορά της πρώην πρωταθλήτριας Ευρώπης, Άστον Βίλα, έγινε αποδεκτή και ο ΜακΓκραθ υπέγραψε στις 3 Αυγούστου του 1989 αντί κόστους 400,000 λιρών. Μετά από 194 επίσημους αγώνες για τους «Κόκκινους Διαβόλους» και 16 γκολ, έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι για την Γιουνάιτεντ στην ήττα (2-1) στο πρωτάθλημα από τη Νόριτς στο Κάροου Ρόουντ, στις 25 Φεβρουαρίου του 1989.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, του προσφέρθηκε συμβόλαιο με την Νάπολι. Με την Άστον Βίλα, ο ΜακΓραθ, έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο της καριέρας του, παρά τα επαναλαμβανόμενα προβλήματα στα γόνατά του. Η Βίλα έφτασε κοντά στο να κερδίσει τον τίτλο στην πρώτη του σεζόν, τερματίζοντας δεύτερη πίσω από την Λίβερπουλ. Την επόμενη σεζόν η ομάδα αντιμετώπισε το φάσμα του υποβιβασμού, για ένα μεγάλο μέρος της περιόδου, αφού ο προπονητής Γκράχαμ Τέιλορ (Graham Taylor) την άφησε για να αναλάβει την εθνικής Αγγλίας.

Παρά την αναταραχή, ο ΜακΓκραθ συνέχισε να εντυπωσιάζει. Κάτω από τις οδηγίες του Γιόζεφ Βένγκλος (Josef Venglos), του πρώτου κορυφαίου προπονητή από την ηπειρωτική Ευρώπη, ο ΜακΓκραθ έγινε μόνιμος στην ενδεκάδα της Βίλα. Μετά από μία σεζόν ανέλαβε ο Ρον Άτκινσον φτιάχνοντας μια από τις καλύτερες ομάδες της πρώιμης εποχής της Πρέμιερ Λιγκ. Η Άστον Βίλα τερμάτισε και πάλι δεύτερη, αυτή τη φορά πίσω από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Ως επιβράβευση για την απόδοσή του, ψηφίστηκε από τους συναδέλφους τους επαγγελματίες ως Παίκτης της Χρονιάς και στο τέλος της σεζόν θα κερδίσει το πρώτο του τρόπαιο με τους «Χωριάτες», νικώντας την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον τελικό του Λιγκ Καπ της περιόδου 1993/94. Το 1996 κέρδισε το δεύτερο Λιγκ Καπ για την Βίλα. Μέχρι το τέλος της καριέρας του στο Βίλα Παρκ είχε σημειώσει 252 εμφανίσεις. Λατρεύτηκε και αναφέρεται ως «Θεός» από πολλούς οπαδούς της Βίλα.

Μετά τη κατάκτηση του δεύτερου Λιγκ Καπ, αποχώρησε απ’ την Άστον Βίλα το 1996, αφήνοντας μια κληρονομιά ως ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία του συλλόγου. Στη συνέχεια, αποσύρθηκε από το παιχνίδι σχεδόν στα 39 του χρόνια, μετά από 2 πολύ σύντομες περιόδους με την Ντέρμπι Κάουντι και την Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Έπαιξε τελευταίο παιχνίδι του ως επαγγελματίας για την Σέφιλντ Γιουνάιτεντ εναντίον της Ίπσουιτς, στις 9 Νοεμβρίου του 1997.

Για πολλά χρόνια, ο ΜακΓκραθ υπέφερε από αλκοολισμό και περιστασιακά έχανε παιχνίδια, ως αποτέλεσμα του πάθους του. Σε μια συνέντευξη του στο «FourFourTwo», παραδέχτηκε ότι υπήρξαν παιχνίδια που έπαιξε, ενώ ήταν ακόμα υπό την επήρεια αλκοόλ! Επιπρόσθετα, τα επαναλαμβανόμενα προβλήματα στο γόνατο του, τον οδήγησαν να υποβληθεί σε συνολικά οκτώ εγχειρήσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Η αυτοβιογραφία του, «Back from the Brink» (Πίσω από το χείλος), που έγραψε μαζί με τον δημοσιογράφο Βίνσεντ Χόγκαν (Vincent Hogan), αναδείχθηκε κορυφαίο ιρλανδικό Αθλητικό Βιβλίο της Χρονιάς (2006), κέρδισε τον τίτλο “Καλύτερη Αυτοβιογραφία» των βρετανικών βραβείων αθλητικού βιβλίου (2007), και κέρδισε την κατηγορία «Αθλητικό Βιβλίο» των Βραβείων ιρλανδικών Βιβλίων (2007 ).

Glenda Gilson and Paul McGrath pictured at The opening of The Chernobyl Children’s Charity “Secret Art Exhibition” at The Rha gallery in Ely Place Dublin Pix Brian McEvoy

Έδωσε το πρώτο του παιχνίδι για την εθνική Ιρλανδίας, εναντίον της Ιταλίας το 1985 και το τελευταίο 12 χρόνια αργότερα, εναντίον της Ουαλίας. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην εθνική, συχνά θεωρήθηκε ως ο καλύτερος παίκτης της. Αγωνίστηκε σε 83 αγώνες, πετυχαίνοντας οκτώ γκολ. Ήταν παρών στις μεγάλες στιγμές της ιρλανδικής ομάδας, στην εποχή Τζάκι Τσάρλτον (Jack Charlton), λαμβάνοντας μέρος στο Euro 1988, το πρώτο διεθνές τουρνουά που μετείχε η Ιρλανδία.

Ήταν βασικός στη μεγάλη νίκη επί της Αγγλίας στη φάση των Ομίλων. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, έφτασε μέχρι τα προημιτελικά, όπου ηττήθηκε από την Ιταλία στη Ρώμης, όντας βασικός σε όλα τα παιχνίδια, Έγινε αρχηγός μετά την αποχώρηση του Μικ Μακάρθι (Mick McCarthy), το 1992 και παρά τους πόνους στον ώμο, συμμετείχε στο πρώτο παιχνίδι για το Παγκόσμιο Κύπελλο του1994, στην περίφημη νίκη επί της Ιταλίας με 1-0, από το γκολ του Ρέι Χάουτον (Ray Houghton). Ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την εθνική ομάδα το 1997, εξακολουθεί να θεωρείται έως σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες που έχουν φορέσει τη πράσινη φανέλα της Ιρλανδίας.

Το 2011, ο ΜακΓκραθ ξεκίνησε καριέρα στο τραγούδι με διασκευές από τον ίδιο και με ένα ποσοστό των εσόδων του άλμπουμ θα πηγαίνει σε ένα Ίδρυμα εγκεφαλικών τραυματισμών και στο Ίδρυμα Κυστικής Ίνωσης της Ιρλανδίας.