Η συναρπαστική ζωή και καριέρα του Παπέ Ντιούφ, του πρώτου μαύρου προέδρου ομάδας στα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης, ο οποίος υπέκυψε στον κορωνοϊό.

Στις 25 Απριλίου 1970, το πλοίο «Ancerville» από το Ντακάρ της Σενεγάλης, «έδεσε» στο λιμάνι της Μασσαλίας. Ένας νεαρός επιβάτης ονόματι Μαμπαμπά Παπέ Ντιούφ, με μοναδικά υπάρχοντα το γκρι κοστούμι που φορούσε και 150 φράγκα στην τσέπη, κατέβηκε από το καράβι και πάτησε για πρώτη φορά ευρωπαϊκό έδαφος.

O πατέρας του, στρατιωτικός και φανατικός οπαδός του Ντε Γκολ, τον είχε στείλει στην Ευρώπη για να ακολουθήσει τα βήματά του κάνοντας στρατιωτικές σπουδές. Ο ίδιος όμως, σχεδίαζε να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι και τελικά τα κατάφερε μέσω του ποδοσφαίρου, καθώς δεκαετίες αργότερα έγινε ο πρώτος μαύρος πρόεδρος συλλόγου σε μεγάλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα…

Ο Ντιούφ γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1951 στο Αμπετσέ του Τσαντ, από γονείς Σενεγαλέζους. Λίγο μετά τη γέννησή του, η οικογένεια επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και ο πατέρας του, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε μουσουλμανική χώρα, αποφάσισε να τον μορφώσει ευρωπαϊκά. Έτσι τον έστειλε σε καθολικό σχολείο, ενώ πέρασε ένα διάστημα και στη Μαυριτανία, όπου έμεινε μαζί με τον θείο του Ζαν-Πολ. Τελικά, ο πατέρας του του έδωσε το εισιτήριο για την Ευρώπη στα 18.

Από ταχυδρόμος, δημοσιογράφος

Ο νεαρός, αγαπούσε τα γράμματα και τους κλασικούς συγγραφείς. Πολύ σύντομα μετά την άφιξη στην Ευρώπη -προς μεγάλη δυσαρέσκεια των γονέων του- αποφάσισε να εγκαταλείψει τα όπλα και να σπουδάσει. Αρχικά γράφτηκε στην σχολή Πολιτικών Επιστημών της Aix-en-Provence, αλλά γρήγορα την άφησε και έπιασε δουλειά ως ταχυδρόμος. Η καθημερινή δουλειά στους δρόμους της Μασσαλίας, του επέτρεψε να γνωρίσει την «πιάτσα» από κοντά, κάτι που τον βοήθησε αρκετά αργότερα, στις δουλειές του ως ποδοσφαιρικός παράγοντας και ατζέντης, αλλά τον έφερε και πολύ κοντά στον απλό λαό της Μασσαλίας.

Στο ταχυδρομείο γνώρισε τον Τονί Σαλβατορί, συνάδελφό του και πρωταθλητή Γαλλίας στο ψαροντούφεκο, ο οποίος τον σύστησε στους 
 ρεπόρτερ ποδοσφαίρου της La Marseillaise, μίας κομμουνιστικής εφημερίδας. Έπιασε δουλειά εκεί και στην αρχή συγκέντρωνε τα αποτελέσματα των αγώνων της Κυριακής, ενώ τα πρώτα δικά του άρθρα αφορούσαν το γυναικείο μπάσκετ!

«Παπέ, αναπαύσου εν ειρήνη»

Το 1976 εκμεταλλευόμενος τις καλοκαιρινές άδειες των μόνιμων συντακτών, έγινε ρεπόρτερ της Μαρσέιγ στη Marseillaise, δουλειά που έκανε έως το 1987, οπότε και μετακόμισε στην Le Sport, μία νέα ημερήσια αθλητική εφημερίδα που είχε στόχο να ανταγωνιστεί τη φημισμένη L’ Equipe, αλλά τελικά κράτησε μόνο για ένα χρόνο. Η πένα του, ήταν απλή αλλά φαρμακερή και δεν δίσταζε να τα βάζει με τους «ιθύνοντες» του ποδοσφαίρου με τα γραπτά του.

Η κόντρα του με τον παντοδύναμο πρόεδρο της Μαρσέιγ Μπερνάρ Ταπί (που την οδήγησε στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ και το 1993 αλλά και τον υποβιβασμό αργότερα λόγω σκανδάλου δωροδοκίας) άφησε εποχή. Σε μία συνέντευξη Τύπου, αποφάσισε να απομαγνητοφωνήσει τα λόγια του προέδρου λέξη προς λέξη, με όλα τα γραμματικά και συντακτικά λάθη που είχε κάνει. «Με παρουσίασες σαν τον Σαρλό», διαμαρτυρήθηκε έξαλλος ο Ταπί, ο οποίος παρ’ όλα αυτά τον χαρακτήριζε ως «τον πιο έξυπνο μαύρο που έχω γνωρίσει».

Αργότερα, σε μία συνάντησή τους, ο Ταπί ρώτησε τον Ντιούφ: «Παπέ γιατί δεν με αγαπάς;». Η απάντηση ήρθε πληρωμένη: «Δεν είναι ότι δεν σας αγαπώ, με εντυπωσιάζετε γιατί μπορείτε να κάνετε τον κόσμο να πιστεύει ότι 1+1=3!».

«Ο ατζέντης των Αφρικανών»

Το 1988, με το κλείσιμο της Le Sport, βρέθηκε σε επαγγελματικό σταυροδρόμι, όταν ένας από τους φίλους που έκανε από το ρεπορτάζ της Μαρσέιγ, ο Καμερουνέζος τερματοφύλακας Ζοζέφ-Αντουάν Μπελ, του φύτεψε στο μυαλό την ιδέα να γίνει ατζέντης ποδοσφαιριστών.

Η ιδέα του άρεσε και έτσι το 1988 ο Ντιούφ ξεκίνησε τη δεύτερη καριέρα του στο ποδόσφαιρο, με τον Μπελ να γίνεται ο πρώτος του πελάτης. Η παρθενική του απόφαση ως ατζέντης, ήταν να μην υπογράφει συμβόλαια με τους πελάτες του. Η κάθε συμφωνία σφραγιζόταν με μία χειραψία, θέλοντας έτσι να πείθει τους ποδοσφαιριστές ότι στόχος του ήταν η πρόοδος της καριέρας τους και όχι αποκλειστικά το προσωπικό οικονομικό του όφελος.

«Παπέ, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ»

Σιγά-σιγά ο Ντιούφ άρχισε να πληθαίνει το πελατολόγιό του και από «μάνατζερ των Αφρικανών» όπως είχε γίνει γνωστός στην αρχή, η δουλειά του προσέλκυσε και πολλούς λευκούς ποδοσφαιριστές. Σε μία εποχή όπου η Μαρσέιγ – αλλά αργότερα και η Εθνική Γαλλίας – μεσουρανούσαν, ο Ντιούφ εκπροσωπούσε τα μεγαλύτερα ονόματα στη χώρα. Μπαζίλ Μπολί, Μαρσέλ Ντεσαγί, Μαρκ-Βιβιάν Φοέ, Νουρεντίν Ναϊμπέτ, Αμπεντί Πελέ, Φρεντερίκ Κανουτέ, Σαμίρ Νασρί, Ντιντιέ Ντρογμπά, Γκρεγκορί Κουπέ, Σιλβέν Αρμάν και Ζαν-Μισέλ Φερί ήταν μερικοί από τους παίκτες που συμβούλευε. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους που κατάλαβαν την παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξαγωγή ταλέντων από τη Γαλλία στην Ευρώπη και κυρίως στην Αγγλία, όπου είχε πολύ καλή σχέση με τον τότε προπονητή της Άρσεναλ, Αρσέν Βενγκέρ. 

Ο κύριος πρόεδρος

Το 2004, έκανε το επόμενο βήμα στην καριέρα του, με τον ιδιοκτήτη της Μαρσέιγ Ρομπέρ-Λουί Ντρεϊφούς να τον προσλαμβάνει στο πόστο του αθλητικού διευθυντή. Έναν χρόνο αργότερα, θα έπαιρνε προαγωγή, αντικαθιστώντας στον προεδρικό θώκο τον Κριστόφ Μπουσέ. Ποτέ άλλοτε ομάδα από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Γηραιάς Ηπείρου δεν είχε μαύρο πρόεδρο. Στη Γαλλία, παραμένει ακόμα ο μοναδικός.

Η θητεία του στην προεδρία, συνέπεσε με την μονοκρατορία της Ολιμπίκ Λιόν και έτσι δεν συνοδεύτηκε με τίτλους, ωστόσο οι «Φωκαείς» τερμάτισαν δύο φορές δεύτεροι στο πρωτάθλημα και έφτασαν δύο φορές στον τελικό Κυπέλλου, ενώ ο Ντιούφ απέδειξε το «μάτι» του στον εντοπισμό ταλέντων, με παίκτες όπως οι Φρανκ Ριμπερί, Μαμαντού Νιάνγκ και Στιβ Μανταντά να κάνουν ντεμπούτο επί προεδρίας τους. Παρά την ανομβρία τίτλων, οι οπαδοί στο «Βελοντρόμ» τον λάτρεψαν όταν το 2006, αποφάσισε να παρατάξει την ομάδα νέων στο «Παρκ Ντε Πρενς» σε ένα ματς με την Παρί Σεν Ζερμέν, όταν η λίγκα δεν εγγυήθηκε την ασφάλεια των φιλοξενούμενων οπαδών. Τα πιτσιρίκια της Μαρσέιγ πήραν 0-0 σε εκείνο το παιχνίδι, που έγινε γνωστό ως «Ματς των Παιδιών».

Το 2009 αποχώρησε από τον προεδρικό θώκο, αλλά μία από τις τελευταίες αποφάσεις που πήρε ήταν η πρόσληψη του Ντιντιέ Ντεσάν στην τεχνική ηγεσία αντί του Έρικ Γκέρετς. Το 2009-10, η Μαρσέιγ κατέκτησε το πρωτάθλημα έπειτα από 18 ολόκληρα χρόνια υπό τον Ντεσάν, όμως οι περισσότεροι αναγνώρισαν ότι τα θεμέλια είχαν μπει από τον πρόεδρο Ντιούφ.

Και υποψήφιος Δήμαρχος!

Μετά το τέλος της συνεργασίας του με τη Μαρσέιγ, παρέμεινε ιδιαίτερα ενεργός στην πόλη όπου γνώρισε τις καλύτερες μέρες της ζωής του.

Όχι μόνο ίδρυσε σχολή δημοσιογραφίας στη Μασσαλία, αλλά το 2014 έθεσε υποψηφιότητα για τη Δημαρχία της, λαμβάνοντας το τιμητικό 5.63%, που τον έφερε στην πέμπτη θέση!

Nωρίτερα, το 2012, είχε χριστεί Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, από τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.

Το 2016 κατηγορήθηκε από τη Δικαιοσύνη για ύποπτες δοσοληψίες στις μεταγραφές αλλά αθωώθηκε δύο χρόνια αργότερα.

Η σχέση του με την επίσημη Μαρσέιγ υπήρξε ταραχώδης και πάντα είχε παράπονο από τους διαδόχους του στην προεδρία ότι δεν τον προσκαλούσαν αρκετά στα VIP του «Βελοντρόμ». Τελευταία φορά που εθεάθη εκεί, ήταν στις 28 Απριλίου του 2019 σε ένα ματς με τη Ρεν.

Τα τελευταία χρόνια πηγαινοερχόταν στη Σενεγάλη και εκεί προσβλήθηκε από τον κορωνοϊό. Στις 31 Μαρτίου, ανακοινώθηκε ο θάνατός του σε νοσοκομείο του Ντακάρ σε ηλικία 68 ετών. Ήταν το πρώτο θύμα του COVID-19 στην αφρικανική χώρα. Οι συγγενείς του προσπάθησαν για την αεροδιακομιδή του στη Νις για να έχει καλύτερες συνθήκες περίθαλψης, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβαν.

Την Πρωταπριλιά, μία μέρα μετά το θάνατό του, εκατοντάδες παράθυρα και μπαλκόνια στα σπίτια της Μασσαλίας, στολίστηκαν με κασκόλ και σημαίες της OM. Eν μέσω καραντίνας, οι «Φωκαείς» αποχαιρέτισαν έτσι με αυτό τον τρόπο έναν άνθρωπο που αισθάνθηκαν δικό τους, από εκείνη την ημέρα που το  «Ancerville» αγκυροβόλησε στα νερά του λιμανιού της Μεσογείου.

«Droit au paradis», έγραψε κάποιος για τον Ντιούφ, παραφράζοντας το σλόγκαν της Μαρσέιγ «Droit au But». Κατευθείαν στον παράδεισο…

«Παπέ Ντιούφ και Ινταλγκό, δύο αστέρια στον ουρανό του Ολύμπου». Πανό έξω από το «Βελοντρόμ»,
 

Είπαν γι’ αυτόν:

Μπαζίλ Μπολί (πρώην παίκτης Μαρσέιγ): «Δεν μπορώ καν να μιλήσω. Δεν ήταν απλά ένας φίλος, αλλά ένας μεγάλος αδελφός για μένα. Τα παιδιά μου, οι γονείς μου, όλοι τον ήξεραν και τον αγαπούσαν. Δεν έχω λέξεις».

Ζαν Μισέλ Ολάς (πρόεδρος Λιόν): «Είχαμε μία σχέση σεβασμού και αλληλοεκτίμησης όσο ήταν πρόεδρος της Μαρσέιγ, μετά εξελίχθηκε σε φιλία. Ήταν ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος, κέρδισε το σεβασμό όχι μόνο για όσα κατάφερε, αλλά και για την ευαισθησία του».

Τζιμπρίλ Σισέ (πρώην παίκτης Μαρσέιγ): «Όταν τραυματίστηκα και ενώ είχα ήδη συμφωνήσει με τη Μαρσέιγ,  με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: ”Ο τραυματισμός σου δεν θα με κάνει να αλλάξω γνώμη για την ποιότητά σου, είσαι φτιαγμένος για να φορέσεις τη φανέλα της ομάδας της καρδιάς σου που είναι η Μαρσέιγ”. Η θλίψη μου είναι μεγάλη, σ’ ευχαριστώ Παπέ μου!.

Σαμίρ Νασρί (πρώην παίκτης Μαρσέιγ): «Ήσουν ο πρόεδρός μου και με μεγάλη θλίψη σου λέω αντίο. Έφυγες πολύ νωρίς. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ».

Γκρεγκορί Κουπέ (παλαίμαχος τερματοφύλακας, πελάτης του Ντιούφ): «Ήσουν ένας οδηγός, ένας πραγματικός σύμβουλος για μένα και πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος με τιμή».

Ζοσέ Ανιγκό (πρώην παίκτης, προπονητής και αθλ. διευθυντής Μαρσέιγ): «Σ…ά μέρα. Ένα πραγματικά άσχημο νέο. Περάσαμε πέντε ωραία χρόνια (2004-2009) με τον Παπέ. Δεν τελείωσε ωραία, αλλά μερικές φορές οι ΄΄γάμοι” τελειώνουν έτσι. Τα έχω ξεχάσει όλα εδώ και καιρό, κρατάω μόνο το ότι ήταν ένας πολύ καλός πρόεδρος, ήξερε ποδόσφαιρο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τα τελευταία 20 χρόνια. Γελάσαμε πολύ ακόμα και στις πιο δύσκολες περιόδους. Μου είχε στείλει ένα συγκινητικό μήνυμα όταν έχασα τον γιό μου».

Ματιέ Βαλμπουενά (πρώην παίκτης Μαρσέιγ): «Είχε μία απίστευτη παρουσία, φαρδείς ώμους. Για μένα ήταν ο καλύτερος πρόεδρος στην πρόσφατη ιστορία της Μαρσέιγ. Όταν έφυγε το 2009, άφησε την ομάδα σε πολύ καλή κατάσταση. Ήταν κοντά στους παίκτες και τους υπαλλήλους. Ήξερε πώς να περνάει το μήνυμά του».