Ο Ρούντιγκερ’Άμπραμτσικ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μεσοεπιθετικούς της Δυτικής (τότε) Γερμανίας, εξαιρετικός ντριμπλέρ, ικανότητα που του χάρισε το προσωνύμιο «ο Κλειδαράς», παρεμπιπτόντως επάγγελμα του πατέρα του.

Ο (Δυτικο)-Γερμανός περιφερειακός ή και κεντρικός επιθετικός Ρούντιγκερ Άμπραμτσικ (Rudiger Abramczik), γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1956, στο Γκελσενκίρχεν. Διακρίθηκε για την ακρίβεια στη πάσα και την διεμβολιστική του ικανότητα. Ξεκινώντας από την Σάλκε, θεωρήθηκε ο διάδοχος του τεράστιου Ράινχαρντ “Σταν” Λιμπούντα (Reinhard “Stan” Libuda), αγωνιζόμενος ως δεξιός εξτρέμ. Το 1980 μεταγράφηκε στην αιώνια αντίπαλο, τη Μπορούσια του Ντόρτμουντ. Αγωνίστηκε ακόμη στη Νυρεμβέργη, την Ομπερχάουζεν και τη Γαλατάσαραϊ, στη Τουρκία. Διεθνώς, έκανε 19 συμμετοχές με την εθνική Δυτικογερμανική ομάδα και αγωνίστηκε μαζί της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Ήταν ο νεότερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην Μπουντεσλίγκα και μέχρι πρότινος ο νεαρότερος σκόρερ της.

Γιος ενός κλειδαρά, εντάχθηκε στις τάξεις του μεγάλου συλλόγου της πόλης, την Σάλκε, από την τοπική SV Έρλε 08, στην ηλικία των δέκα ετών, όταν εντοπίστηκε από τον παλιό γερμανό διεθνή ποδοσφαιριστή, Μπέρνχαρτ Κλοτ (Bernhard Klodt). Ο πρώην διεθνής, Φρίντελ Ράους (Friedel Rausch), προπονητής των τμημάτων υποδομής τότε, εντυπωσιάστηκε από την μοναδική του κινητικότητα και τον ρυθμό του. Αυτός ήταν που πίεσε τον τότε προπονητή της πρώτης ομάδας, Ίβιτσα Χόρβατ (Ivica Horvath), να δώσει στον νεαρό, διεθνή με την σχολική δυτικογερμανική ομάδα (23 εμφανίσεις!) «Άμπι», κάποιες ευκαιρίες σε υψηλότερο επίπεδο.

Στο εναρκτήριο παιχνίδι της Μπουντεσλίγκα, για την περίοδο 1973/74, η Σάλκε ταξίδεψε στην Στουτγκάρδη και ο Χόρβατ χρησιμοποίησε τον Άμπραμτσικ στην αρχική ενδεκάδα. Η Σάλκε ηττήθηκε σ’ αυτό το παιχνίδι 0-3, αλλά η εμφάνιση του Άμπραμτσικ σ’ αυτό τον αγώνα της 11ης Αυγούστου, τον έκανε τον νεαρότερο που αγωνίστηκε στην Μπουντεσλίγκα εκείνη την εποχή. Το πρώτο γκολ του με τους «Βασιλικούς Μπλε», το σκόραρε πέντε εβδομάδες πριν από τα 18α γενέθλιά του, στη νίκη με 5-2 νίκη επί της Μπόχουμ.

Κάνοντας 14 εμφανίσεις στην πρώτη του περίοδο, έγινε βασικός σε λιγότερο από τρία χρόνια, σκοράροντας 10 γκολ την περίοδο 1976/77, όταν η Σάλκε τερμάτισε δεύτερη πίσω από την Μπορούσια του Μενχενγκλάντμπαχ. Η επίδοση των 10 γκολ από τον τότε 20χρονο Άμπραμτσικ, παρέμεινε η καλύτερη για νεαρό παίκτη στην Μπουντεσλίγκα, μέχρι ο 18χρονος Λούκας Ποντόλσκι (Lukas Podolski) να σημειώσει 10 γκολ για την Κολωνία, την περίοδο 2003/04.

Μετά από 7 χρόνια στην Σάλκε, το 1980, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που ενέσκηψαν στον σύλλογο, πήγε στην αιώνια αντίπαλο Μπορούσια Ντόρτμουντ, με την οποία αγωνίστηκε για 3 περιόδους, φτιάχνοντας με τον Μάνφρεντ Μπουργκσμίλερ (Manfred Burgsmüller) ένας από τα πιο παραγωγικά ντουέτα εκέινης της εποχής. Μεταγράφηκε το 1983 στην Νυρεμβέργη, αλλά αυτό αποδείχθηκε μια καταστροφική κίνηση για την καριέρα του, αφού η νέα του ομάδα υποβιβάστηκε στο τέλος της περιόδου, με τον ίδιο να τιμωρείται από τον σύλλογο για διάπραξη παραπτώματος. Στη συνέχεια αγωνίστηκε, την περίοδο 1984/85, για την Γαλατάσαραϊ στην Κωνσταντινούπολη υπό τις οδηγίες του παλιού ομοσπονδιακού τεχνικού Γιουπ Ντέρβαλ (Jupp Derwall).

Ακολούθησε άλλη μια περίοδος στην Ομπερχάουζεν, στη 2η κατηγορία, πριν επιστρέψει στην Σάλκε, τον Οκτώβριο του 1987, με τέσσερις αγώνες να απομένουν, σε διάστημα 5 εβδομάδων. Η Σάλκε δεν κατάφερε να αποφύγει τον υποβιβασμό και ο Άμπραμτσικ αποφάσισε να αποσυρθεί από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Συνολικά, αγωνίστηκε σε 316 παιχνίδια της γερμανικής Μπουντεσλίγκα, στα οποία σκόραρε 77 γκολ. Συνέχισε σε ερασιτεχνικό επίπεδο με την Βορμάτια Βορμς και την Γκουτερσλός, μέχρι το 1991.

Έκανε ντεμπούτο με την Δυτικογερμανική εθνική ομάδα , στις 27 Απριλίου του 1977, στην Κολωνία, εναντίον της Βορείου Ιρλανδίας (5-0). Έφτιαξε ένα τρομερό επιθετικό ντουέτο με τον συμπαίκτη του στην Σάλκε, Κλάους Φίσερ (Klaus Fischer. Αγωνίστηκε βασικός στα παιχνίδια της τελικής φάσης για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, όπου η γερμανική ομάδα δεν διακρίθηκε για την παραδοσιακή συνοχή και αποτελεσματικότητά της, επηρεάζοντας και την περαιτέρω παρουσία του στην εθνική ομάδα. Η διεθνής του καριέρα περιλάμβανε μόνο 19 εμφανίσεις, στο διάστημα μεταξύ 1977 και 1979, με συγκομιδή 2 γκολ. Έληξε στην Μάλτα, σε μια νίκη με 3-1. Το απότομο τέλος ήλθε ύστερα από μια σύγκρουση με τον τότε πρόεδρο της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Χέρμαν Νοϊμπέργκερ (Hermann Neuberger) .

Αν και οικονομικά ανεξάρτητος, μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έγινε βοηθός προπονητή στην Σααρμπρίκεν και το 1992, διορίστηκε πρώτος προπονητής της. Αργότερα εργάστηκε στην Λέφσκι Σόφιας στην Βουλγαρία, στην αυστριακή Κέρτεν, στην τουρκική Αντάλιασπορ και στην Λετονική Λιεπάγια. Στην Βουλγαρία και στην Λετονία κατέκτησε τίτλο πρωταθλητή.

Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Ο αδελφός του Βόλκερ (Volker Abramczik) ήταν επίσης επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Επαγγελματικά, διατηρούσε επιχείρηση (αλυσίδα) καθαριστηρίου ρούχων στο Γκελσενκίρχεν, με αρκετά καταστήματα στη πόλη. Μαζί με τους πρώην συμπαίκτες του Μάνφρεντ Μπουργκσμίλερ και Πέτερ Νοϊρόιερ (Peter Neururer) διατηρούν ένα ταξιδιωτικό γραφείο.