Διαμαντίδης, Σπανούλης, Παπαλουκάς, Σλούκας, και άλλα πολλά τεράστια ονόματα του ελληνικού μπάσκετ. Παίκτες – ηγέτες, παίκτες με στόφα πρωταθλητή, όμως όταν ένα νέο παιδί ξεκινάει να ασχολείται με το άθλημα του μπάσκετ δεν πρέπει να έχει στο μυαλό του αυτούς. Δεν είναι ρεαλιστικό και σαν νοοτροπία δεν είναι το σωστό. Οι στόχοι πρέπει να μπαίνουν ένας ένας και ο πήχης πρέπει να ανεβαίνει σταδιακά. Ένα παράδειγμα προς μίμηση για τον τρόπο προσέγγισης του κάθε παιδιού που θέλει να παίξει επαγγελματικά μπάσκετ, είναι ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης. Ο πρωταθλητής Ευρώπης πλέον για να είμαστε σωστοί, Παναγιώτης Καλαϊτζάκης.
Ούτε καν ο καλύτερος της οικογένειας
Στη… σκιά του Γιώργου, με την καλή έννοια πάντα. Ο δίδυμος αδερφός του πήρε πρώτα μεταγραφή στο Παναθηναϊκό σε ηλικία 17 ετών, ο αδερφός του κλήθηκε πρώτα στην Εθνική Ομάδα. Όσοι παρακολουθούσαν τα δύο αδέρφια γνώριζαν τις δυνατότητες και των δύο, αλλά όλοι έλεγαν ότι το μεγαλύτερο μπασκετικό ταβάνι το έχει ο Γιώργος. Η μεταξύ τους κόντρα μεγάλη, ώρες προπόνησης παρέα, με μοναδικό στόχο την ατομική βελτίωση. Ο Παναγιώτης είχε από τα παιδικά χρόνια στο μυαλό του τη νοοτροπία: «Prove them wrong». Απόδειξέ τους ότι κάνουν λάθος. Εν τέλει μέσα από ένα δρόμο που μόνο στρωμένος με ροδοπέταλα δεν ήταν, τα κατάφερε.
Στον Άρη δεν έπαιζε, στον Χολαργό δεν… έκανε
Πέντε παιχνίδια στη Basket League την διετία 2016-2018. Πέντε παιχνίδια με συμμετοχή κάτω από 3.5 λεπτά το ματς. Καμία πραγματική ευκαιρία για ένα νεαρό παιδί που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα σε ηλικία 17-19 ετών θα έπαιζε για να μπορέσει να αποδείξει την αξία του. Στην Ελλάδα όμως όχι, στο βωμό του αποτελέσματος περιμένουμε τους παίκτες να περάσουν τα 22-23 για να θεωρηθούν ταλέντα…
Ο Άρης τον αφήνει ελεύθερο το καλοκαίρι του 2018. Προσοχή, αφήνει ελεύθερο ένα παιδί που βγήκε από τα σπλάχνα του συλλόγου και αποτελούσε εκείνη την εποχή αναπόσπαστο μέλος των μικρών Εθνικών της χώρας… Ο Χολαργός, που μόλις έχει ανέβει στη Basket League, τον επιστρατεύει. 16 ματς με 5.5 λεπτά συμμετοχής ανά παιχνίδι και μόλις 1.2 πόντοι, για τον 19χρόνο Παναγιώτη που πασχίζει να βρει τον ρόλο του και να κερδίσει τον χρόνο του στο παρκέ.
Η καλύτερη απόφαση της ζωής του
Ταλέντο δεν ήταν πια. Δεν ένιωθε έτσι. Ήξερε ότι θέλει να παίξει, πιο σωστά, ήξερε ότι έπρεπε να παίξει στην ηλικία που έφτασε. Δεν ήθελε να κοιτάει, ήθελε να νιώσει κανονικός μπασκετμπολίστας. Αφήνει πίσω του τα πάντα το καλοκαίρι του 2019, ό,τι γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αποφασίζει να ξενιτευτεί για λογαριασμό της Νέβεζις, παρέα με τον αδερφό του (εκείνος ως δανεικός από τον Παναθηναϊκό). Η καλύτερη απόφαση της ζωής του. Χωρίς καν δεύτερη κουβέντα. Στη Λιθουανία σε μία μικρομεσαία ομάδα παίρνει αμέσως ρόλο και χρόνο. Εξελίσσεται μέσα από τα παιχνίδια, μέσα από τις προπονήσεις και φτάνει στο σημείο να τελειώσει τη σεζόν 2019-20 έχοντας 9.5 πόντους, 2.9 ριμπάουντ και 1.6 ασίστ μέσο όρο στο λιθουανικό πρωτάθλημα. «Δεν κάνει για υψηλότερο επίπεδο», «παίζει στη τελευταία ομάδα του λιθουανικού πρωταθλήματος», «δεν παίζουν άμυνα εκεί, οπότε είναι εύκολο να σκοράρει», μερικές από τις ατάκες που ακούγονται στην Ελλάδα. Σαν… καύσιμο τις αντιμετωπίζει ο Πάνος για να δουλέψει ακόμη περισσότερο.
Η συνέχεια είναι ακόμη καλύτερη αλλά και πάλι κανείς δεν θα μπορούσε να προδικάσει ότι αυτό το παιδί θα κατακτούσε την Euroleague με τον Παναθηναϊκό τέσσερα χρόνια αργότερα. Ούτε… τρελός δεν θα τον πίστευε. Ή μάλλον, ίσως ο ίδιος το πίστευε, για να μην τον αδικούμε. Τη επόμενη σεζόν (2020-21) πετυχαίνει 13.6 πόντους σε 29 λεπτά ανά ματς, κάνοντας το εξαιρετικό 19/22 αναφορικά με τα διψήφια παιχνίδια του στο πρωτάθλημα. Είναι απλά η αρχή της εκτόξευσης αν και στην Ελλάδα δεν συγκινείται κανείς ιδιαίτερα.
Η πρόκληση του Eurocup
Έχοντας φτιάξει το όνομα του στην Λιθουανία και ενώ ο αδερφός του προσπαθεί να βρει χρόνο συμμετοχής στο NBA, ο Παναγιώτης συνεχίζει να κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η Λιετκαμπέλις, μία ομάδα τετράδας στο πρωτάθλημα, τον αποκτά και ο Καλαϊτζάκης αρπάζει την ευκαιρία από τα… μαλλιά.
Η σεζόν 2021-22 βρίσκει την Λιετκαμπέλις στο Eurocup και τον Παναγιώτη να δείχνει σε όλο το κόσμο ότι είναι έτοιμος για ακόμα σπουδαιότερα πράγματα: 13 πόντοι (56.1% δίποντα, 37.8% τρίποντα, 73.9% βολές), 2.8 ριμπάουντ, 2.8 ασίστ και 1.3 κλεψίματα σε 27:37 λεπτά κατά μέσο όρο σε 19 αγώνες στη δεύτερη τη τάξει διασυλλογική διοργάνωση της Ευρώπης. Not bad, not bad at all, αλλά στην Ελλάδα η ισοπέδωση είναι ένα (πολύ) συχνό φαινόμενο. Ένα air-ball λέι-απ, επειδή απλά του γλίστρησε η μπάλα από το χέρι, και ο Παναγιώτης είναι ξανά στο προσκήνιο για τον λάθος λόγο. Είναι στο προσκήνιο από κάποιους που ηθελημένα του ρίχνουν… στάχτη.
Ε και; Συνηθισμένα τα… βουνά στα χιόνια. Παίρνει την ομάδα του από το… χέρι, αποκλείει την Ζάλγκιρις και την οδηγεί στους τελικούς του λιθουανικού πρωταθλήματος. Η καλύτερη απάντηση προς τους επικριτές του, σε μία σειρά κόντρα σε μία ομάδα επιπέδου Euroleague στην οποία βάζει 15, 15 και 19 πόντους. Ναι, πλέον το έδειξε σε όλους ότι είναι έτοιμος και ακόμη και οι… τυφλοί μπορούσαν να το διακρίνουν.
Η ώρα της δικαίωσης
Ο Παναθηναϊκός το καλοκαίρι του 2022 τον φέρνει στο ΟΑΚΑ, μαζί με τον αδερφό του. Η σεζόν κυλάει άσχημα για τους έξι φορές πρωταθλητές Ευρώπης αλλά ο Παναγιώτης παίρνει τις πρώτες του ευκαιρίες στο τοπ επίπεδο και συλλέγει εικόνες. Δείχνει σε όλους ότι μπορεί να αμυνθεί εξαιρετικά στη περιφέρεια και αυτό είναι το «εισιτήριο» του για την παραμονή στην ομάδα και την επόμενη σεζόν. Εκεί όπου πάλι τίποτα δεν είναι εύκολο…
Ο Παναθηναϊκός θέτει ως στόχο την επιστροφή στη κορυφή. Ο Εργκίν Αταμάν το δηλώνει από τον Σεπτέμβριο, ότι θέλει να επαναφέρει τους «πράσινους» στο Final-Four. Ο Παναγιώτης, σε ένα γεμάτο αστέρια ρόστερ, γνωρίζει ότι πρέπει να είναι έτοιμος πάντα. Κάτι πολύ δύσκολο για έναν αθλητή, ο οποίος γνωρίζει ότι μπορεί να μην χρησιμοποιηθεί καν σε ένα παιχνίδι. Για εκείνον όμως αυτός ο ρόλος δεν είναι δύσκολος, το αποδεικνύει περίτρανα στο παρκέ όλη την σεζόν, όποτε και αν επιστρατεύτηκε ήταν εκεί για να βγάλει ενέργεια – ένταση και να ανάψει τη «σπίθα» που χρειαζόταν η ομάδα του. Το αποκορύφωμα έρχεται στα πλέι-οφ και συγκεκριμένα στο πέμπτο παιχνίδι με τη Μακάμπι: Η σεζόν του Παναθηναϊκού κρέμεται σε μία… κλωστή, εκείνος όμως δεν χαμπαριάζει. Μπαίνει στο παρκέ, μαρκάρει τον καλύτερο παίκτη του αντιπάλου (Μπράουν) και συμβάλλει καθοριστικά στο να γείρει η πλάστιγγα υπέρ της ελληνικής ομάδας.
Στον ημιτελικό με την Φενέρμπαχτσε βάζει το μεγάλο τρίποντο στο φινάλε του τρίτου δεκαλέπτου. Το σουτ που ουσιαστικά αλλάζει το μομέντουμ του αγώνα και κόβει τα πόδια των Τούρκων, που είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Στο τελικό κάνει πάλι το δικό του κομμάτι και στο τέλος πανηγυρίζει σαν μικρό παιδί. Στις δηλώσεις του δεν ξεχνάει τον Κώστα Σλούκα, ξέρει εκείνος γιατί… Γενικώς ο Παναγιώτης δεν ξεχνάει, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο μέχρι την κορυφή της Ευρώπης και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τα νέα παιδιά. Ο ορισμός του «δεν τα βάζω κάτω με τίποτα».