Η σεζόν προμηνύονταν δύσκολη για τον Γουόκαπ πριν ακόμα αρχίσει – και πράγματι ήταν. Βλέπετε ο Τεξανός πόιντ γκαρντ δεν είχε χάσει ούτε ένα παιχνίδι του Ολυμπιακού πέρσι, παίζοντας και στα 73 της σεζόν, όμως το καλοκαίρι δεν είχε ξεκούραση. Παίρνοντας ελληνικό διαβατήριο έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Μανίλα, πράγμα που σήμαινε πως είχε να σηκώσει ένα σημαντικό παραπάνω φορτίο, όχι εύκολα διαχειρίσιμο. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίπλοκα από τη στιγμή που ο Γουίλιαμς-Γκος και ο Μακίσικ αντιμετώπισαν σημαντικούς τραυματισμούς, κάτι που έφερε τον Γουόκαπ να παίζει σχεδόν 36 λεπτά μέσο όρο στα πρώτα τέσσερα ματς.
Η συνεπακόλουθη πτώση στην απόδοση του ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη, εντούτοις ο σκληροτράχηλος γκαρντ ανέκαμψε στο δεύτερο μισό της σεζόν, παίζοντας μάλιστα τραυματίας σε κάποιες περιπτώσεις. Ακόμα κι αν φέτος σούταρε περισσότερο από ότι πέρσι (6.2 σουτ πέρσι ανά 25΄, 7.5 φέτος ανά 26.5΄), παρέμεινε η αδιαπραγμάτευτη, ατσάλινη πρώτη γραμμή άμυνας πάνω στην οποία χτίστηκε η παινεμένη οπισθοφυλακή των ερυθρόλευκων και στο τέλος της σεζόν οι κόποι του δικαιώθηκαν με το βραβείο του καλύτερου αμυντικού.
Στη Μαδρίτη ο εγκλιματισμός του Καμπάσο στα παλιά του λημέρια έγινε όπως αναμενόταν, δηλαδή αβίαστα και εύκολα. Ο Αργεντινός γέμισε μονομιάς το κενό που από πέρσι υπήρχε στο «1», έδωσε ταχύτητα και φαντασία στην επίθεση, συνέθεσε ένα ασυναγώνιστο pick n roll δίδυμο με τον Ταβάρες και την ίδια στιγμή ήταν αυτός που πίεζε πρώτος τη μπάλα. Έτσι είναι κοινώς αποδεκτό πως αυτός είναι πια ο αναντικατάστατος της βασίλισσας, ο μοναδικός με αυτό το σετ ικανοτήτων στην ομάδα. Όχι τυχαία, η μικρή πτώση στην απόδοση του το διάστημα Γενάρη-Φλεβάρη συνέπεσε με κάμποσες ήττες της Ρεάλ.