Ο Ολυμπιακός, όπως και η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα και η Μονακό που έχουν το πλεονέκτημα έδρας στα πλει οφ της φετινής Εuroleague, δεν είναι το ακλόνητο φαβορί για την πρόκριση, απέναντι στην Φενέρμπαχτσε. Και οι τέσσερις ομάδες που τερμάτισαν στις ισάριθμες πρώτες θέσεις της βαθμολογίας, έχουν προβάδισμα πρόκρισης, αλλά η κατοχύρωση του πλεονεκτήματος έδρας, όπως είναι το σύστημα των πλει οφ, απαιτεί νίκη στα δυο πρώτα, εντός έδρας παιχνίδια.
Πέρυσι, οι «ερυθρόλευκοι» ήταν στην ίδια θέση, με πλεονέκτημα έδρας απέναντι στην Μονακό, το απώλεσαν στο δεύτερο παιχνίδι και το επανέκτησαν στο τρίτο, επιστρέφοντας την σειρά στο ΣΕΦ στο πέμπτο και τελευταίο παιχνίδι, στο οποίο νίκησαν και προκρίθηκαν στο φάιναλ φορ του Βελιγραδίου.
Τα πλει οφ έχουν περίεργη ψυχολογία και παίζει πάντα, επιδραστικό ρόλο η πίεση και το άγχος της έδρας. Αυτό το στοιχείο έχουν εκμεταλλευτεί και οι ομάδες που έχουν μειονέκτημα έδρας, στο παρελθόν, «σπάζοντας» έδρες που ήταν είχαν παλμό, ήταν ασφυκτικά γεμάτες και όλες οι προϋοποθέσεις ήταν υπέρ των γηπεδούχων.
Ο Ολυμπιακός και οι χιλιάδες φίλαθλοι του δεν πρέπει να αδημονούν για να αποκλείσουν την Φενέρμπαχτσε από το…πρώτο παιχνίδι. Ούτε καν από το δεύτερο. Γιατί, η δεδομένη ασυγκράτητη επιθυμία πρόκρισης, μπορεί να μετατραπεί σε «μπούμερανγκ».
Βεβαίως και στην φετινή διοργάνωση, ο Ολυμπιακός που τερμάτισε στην πρώτη θέση, δίκαια από κάθε άποψη, είχε ως μεγάλο πλεονέκτημα του, την αγωνιστική και ψυχολογική σταθερότητα στα περισσότερα από τα 34 παιχνίδια που έπαιξε. Ακόμα και όταν γνώρισε δυο συνεχόμενες ήττες, τα αντανακλαστικά του λειτούργησαν και «απάντησε» με αήττητο σερί εφτά αγώνων.
Στο «ταγκό» που θα χορέψουν ο Ολυμπιακός και η Φενέρ, είναι πασιφανής η διαφορά των δυο ομάδων στο στυλ παιχνιδιού. Οι περσινοί νταμπλούχοι Ελλάδας απέναντι στους πρωταθλητές Τουρκίας, έχουν παρουσιάσει, μέχρι τώρα, την μέγιστη ομαδικότητα στο παιχνίδι τους, με τον σταρ της ομάδας να προέρχεται από την ίδια την ομάδα και όχι από νέα μεταγραφή και δεν είναι άλλος από τον Σάσα Βεζένκοφ. Για να έχει πετύχει, όσα έχει πετύχει ο Βεζένκοφ αυτή την περίοδο και να είναι το φαβορί για να κερδίσει το βραβείο του MVP, εργάζεται και συνεργάζεται όλη η ομάδα του Ολυμπιακού. Η αποτελεσματικότητα του Βεζένκοφ είναι ιδανική, είτε σε σουτ νίκης, είτε σε συγκομιδή πόντων και ριμπάουντ.
Ένα…«κρατούμενο».
Ο Ολυμπιακός παίζει καλύτερη άμυνα από την Φενέρμπαχτσε. Έχει νικήσει σε παιχνίδια από την επίθεση του και τον μέσο όρο άνω των 80 πόντων, αλλά η άμυνα είναι αυτή που τον οδήγησε στις περισσότερες νίκες. Και ειδικά σε αγώνες των πλει οφ και αγωνιζόμενος στην έδρα του, υποδεχόμενος αντίπαλο που έχει τον ίδιο μέσο όρο επίθεσης.
Δεύτερο… «κρατούμενο».
Η Φενέρ έχει πληθώρα ποιοτικών και έμπειρων παικτών, αλλά δεν διαθέτει ομοιογένεια. Ειδικά, στον δεύτερο γύρο της φετινής διοργάνωσης, έκανε κατακόρυφη πτώση σε απόδοση και αποτελέσματα. Προκρίθηκε ως όγδοη με την «ψυχή στο στόμα» και ενώ ήταν στην πρώτη- δεύτερη θέση. Έκανε έξι μεταγραφές στην αρχή της σεζόν, ενώ απέκτησε τον Κώστα Αντετοκούνμπο και τον Τάιλερ Ντόρσι. Oμοιογένεια, όμως, δεν έχει στο παιχνίδι της.
Μπορεί να έχει μέσο όρο 18 ασίστ, αλλά οι συνεργασίες της δεν φτάνουν στο επίπεδο του Ολυμπιακού. Στο παιχνίδι της ομάδας του Δημήτρη Ιτούδη, είναι έντονο το στοιχείο της ατομικής πρωτοβουλίας, με παίκτες που έχουν την ικανότητα να «τελειώσουν» φάσεις, με σουτ ή διείσδυση και παιχνίδι στο low post. Πέραν του Νικ Καλάθη που αρχίζει τα παιχνίδια της Φενέρ, κινητήριος μοχλός είναι ο Μάρκο Γκούντουριτς. Λίαν επικίνδυνος και παίκτης για μεγάλα παιχνίδια.
Δυο σημαντικά ζητούμενα είναι η πληρότητα της Φενέρμπαχτσε και ο βαθμός ετοιμότητας όποιων παικτών επιστρέψουν από τραυματισμούς, όπως είναι ο Σκότι Ουίλμπεκιν. Στο τελευταίο παιχνίδι με την Μερκεζεφέντι, δεν αγωνίσθηκαν 7 παίκτες, αλλά δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να απουσιάσουν ισάριθμοι.
Τρίτο και τελευταίο «κρατούμενο».
Στην «λάβα» του ΣΕΦ, είναι περιττός ο υπερβολικός ενθουσιασμός και παρόρμηση. Πίστη στην νίκη, πίστη στο πλάνο, απλά.