Πιθανότατα ήταν ζήτημα χρόνου. Η υποθαλάσσια σήραγγα που διασχίζει τον ατλαντικό ωκεανό και μεταφέρει τις τάσεις από το ΝΒΑ στην Ευρώπη μπορεί να είναι μεγάλη, η διαδρομή μπορεί να παίρνει τουλάχιστον 1-2 χρόνια, όμως στο τέλος φτάνουν εδώ.
Την περασμένη δεκαετία δεν είδαμε κάτι τέτοιο. Ο Παναθηναϊκός έραψε το έκτο αστέρι με χειρότερη ομάδα από ότι το ’07 και το ’09, ο Ολυμπιακός έκανε το θαύμα το ’12 και έχτισε πάνω σε μια συμπαγή ομάδα η οποία στην ουσία είχε μόνο έναν σουπερσταρ. Η ιστορία της Μακάμπι το ’14 ήταν τυπική ενός αουτσάιντερ που τα παίρνει όλα. Ακόμα και η χρυσοποίκιλτη Ρεάλ των prime Γιουλ και Τσάτσο χρειάστηκε σκληρούς βετεράνους σαν τον Νοσιόνι και τον Ματσιούλις για να φτάσει στην κορυφή. Ένα χρόνο αργότερα η ΤΣΣΚΑ πανηγύρισε χάρη στο ιδιοφυές δίδυμο των Τεόντοσιτς και Ντε Κολό, όμως με τους ίδιους είχε αποτύχει οικτρά την προηγούμενη σεζόν. Το ’17 ο Ζοτς έφτιαξε μια πολεμική μηχανή που φορμαρίστηκε πάνω στην ώρα με πολλούς σταρ ισόποσης λαμπρότητας. Λίγο αργότερα το άστρο του Ντόντσιτς οδήγησε τη Ρεάλ και κατόπιν η ΤΣΣΚΑ παρουσίασε την πιο πλήρη έκδοση της. Τσάτσο, Ντε Κολό, Χίγκινς, Κλάιμπερν, Χάινς, Χάκετ: ό,τι κοντινότερο σε superteam είδαμε.
Και μετά ξεκίνησε η εποχή της Εφές, έστω κι αν η διακοπή του ’20 της στέρησε την ευκαιρία να πανηγυρίσει τον τίτλο.
Εκείνο το καλοκαίρι η ΤΣΣΚΑ σήκωσε το γάντι. Πρόσφερε στον Μάικ Τζέιμς τριετίες συμβόλαιο και έφερε στην Μόσχα Σενγκέλια και Μιλουτίνοφ, δηλαδή τον No.1 PF και έναν από τους Top-3 seven footers στην Ευρωλίγκα εκείνη τη στιγμή. Όταν η ιστορία με τον Τζέιμς γύρισε μπούμερανγκ και ο Πάνγκος αποφάσισε πως θα ξαναδοκίμαζε στο ΝΒΑ έφερε στη Μόσχα τους Σβεντ, Γκριγκόνις, έχοντας ήδη αποκτήσει μεσούσης της προηγούμενης σεζόν τον Λούντμπεργκ. Στα χαρτιά είχε όλα τα εχέγγυα να λανσαριστεί σαν superteam, αλλά στο παρκέ μόνο σαν τέτοια δεν έπαιξε. Η απουσία ενός καθαρού PG εκτός του ώρες-ώρες συγκινητικού Χάκετ,, η δυσκολία του Σβεντ να προσαρμοστεί σε συνθήκες κανονικού μπάσκετ μετά από μια πενταετία αναρχίας και αυτή του Γκριγκόνις να κάνει το απαιτούμενο step up στη σκιά του Κλάιμπερν έκαναν την αρκούδα πιο ευάλωτη από ποτέ, μαζί και υπέρ-εξαρτώμενη από τον Κλάιμπερν.
Ε λοιπόν, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα για τον ξεχωριστό κύριο Γουίλ στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί θα βρει δύο από τους καλύτερους γκαρντ στην Ευρώπη και δεδομένα το πιο φονικό δίδυμο περιφερειακών της σύγχρονης εποχής, αν φυσικά αυτοί αποφασίσουν να συνεχίσουν το χτίσιμο της μπλε δυναστείας. Είναι ειρωνικό ότι ο Κλάιμπερν ήταν αυτός που μαζί με τον Χίγκινς στέρησαν από την Εφές εκείνο τον τίτλο στη Βιτόρια και ακόμα πιο ειρωνικό ότι το έκανε τραυματίας: είχε υποστεί διάστρεμμα στον ημιτελικό, όμως η ομάδα του Ιτούδη έκανε πολύ καλή δουλειά στο να φροντίσει να μην μαθευτεί. Η Εφές του επέτρεψε το σουτ φοβούμενη τη διείσδυση, ο Κλάιμπερν έβαλε 4 τρίποντα, χαίρεται.
Κάθε superteam εμπεριέχει μέσα της το σπόρο της ύβρεως. Ο πιο λαϊκός τρόπος να ειπωθεί αυτό μπασκετικά είναι το «δεν φτάνει μία μπάλα και για τους τρεις». Ακόμα και σε επίπεδο γεωμετρίας έχει βάση: δύο σημεία ενώνονται από μία ευθεία, τα τρία πρέπει να φτιάξουν τρίγωνο αν θέλουν να συναντηθούν. Το καλό για την Εφές είναι ότι έχει συνηθίσει να βασίζεται στην τριπλή απειλή του pick n roll: απλώς φέτος ο Σίμον μεγάλωσε και δεν κατάφερε να μείνει το ίδιο επιδραστικός – ή υγιής. Το σίγουρο είναι πως οι τρεις σούπερ σταρ, αν τελικά αποφασίσουν να συμπράξουν στην Πόλη, θα πρέπει να χωρέσουν λίγο νερό στο κρασί τους.
Την ίδια στιγμή οι μετασεισμοί της απόκτησης του Κλάιμπερν έχουν γίνει φυσιολογικά αισθητοί σε κάθε ομάδα με βλέψεις στην κορυφή. Η Εφές έριξε το γάντι στον Σάρας, τον Μεσίνα, τον Λάσο(;) και οποιονδήποτε άλλο ορέγεται να της πάρει τη θέση. Το μήνυμα από τον Βόσπορο έρχεται δυνατά και καθαρά, ανεξάρτητα από την διαφαινόμενη προσθήκη του Άντε Ζίζιτς.
«Ό,τι κι αν σχεδιάζατε, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτείτε. Γιατί θα χρειαστείτε πολλά παραπάνω για να μας στερήσετε το three peat».