Ο 52χρονος Ιταλός επέστρεψε στη Γερμανία μετά από την σούπερ επιτυχημένη τετραετία του στην Μπάμπεργκ, όπου εκτός από 3 πρωταθλήματα Γερμανίας εξέπληξε την Ευρωλίγκα με μια ομάδα με μηδενική εμπειρία και παραστάσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Σμίγοντας ξανά με τον συμπατριώτη του Ιταλό τζένεραλ μάνατζερ Ντανιέλε Μπαϊέζι, ο Τρινκέρι άφησε πίσω του την Παρτίζαν και την εσωστρέφεια των Βαλκανίων και μετακόμισε σε έναν οργανισμό παγκόσμιου βεληνεκούς.
Η Μπάγερν που βρήκε χρειαζόταν ολική αναδόμηση: είχε μόλις χάσει το πρωτάθλημα από την Άλμπα, ήταν επιεικώς κακή στην Ευρωλίγκα, ήταν ελάχιστες οι σταθερές στις οποίες μπορούσε να χτίσει το μέλλον της. Κάπως έτσι ήρθαν στο Μόναχο ένα σωρό παίκτες που μοιράζονταν λίγα, αλλά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: ήταν νέοι, άπειροι στο υψηλότερο επίπεδο αλλά με δίψα για διάκριση, σκληροί και αθλητικοί. Enter Γουέιντ Μπόλντγουιν, Νικ Γουάιλερ Μπαμπ, ΤζαΤζουάν Τζόνσον, Τζέιλεν Ρέινολντς. Ο Μάλκολμ Τόμας αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον Ντι-Τζέι Σίλι, ενώ στην πορεία ο πανέξυπνος κόουτς αντιλήφθηκε ότι χρειαζόταν ένεση εμπειρίας και έφερε στη Βαυαρία τον ελεύθερο Γκιστ, σε μια πραγματική κίνηση ματ. Από τους παλιούς επιβίωσαν οι ποιοτικοί Λούτσιτς-Τσίπσερ, ο στιβαρός και ελπιδοφόρος Σίσκο και ο βετεράνος Ραντόσεβιτς.
Ουδείς περίμενε πως η Μπάγερν θα διεκδικούσε καν τα πλέι-οφ: στην καλύτερη περίπτωση αναμενόταν μια αξιόμαχη πορεία σε ρόλο ρυθμιστή της οκτάδας. Αντιθέτως οι Βαυαροί βρήκαν χημεία από το πρώτο τζάμπολ και τιμώρησαν όσες ομάδες βρέθηκαν μπόσικες λόγω κορωνοϊού, τραυματισμών ή ντεφορμαρίσματος. Κάπως έτσι πέρασαν δύο φορές από την Πόλη, κέρδισαν σε αυτοπεποίθηση και πίστη στο πλάνο.
Ο Τρινκέρι πάντως είχε νεύρα. Με όλους. Στο Κάουνας τα έβαλε με τον Γιανκούνας εντός παρκέ, με τον γνωστό δημοσιογράφο Ντονάτας Ούρμπονας στη συνέντευξη τύπου, στο Σ.Ε.Φ. κόντεψε να αρπάξει τον διαιτητή όταν ο Τσίπσερ δεν πήρε φάουλ στο φινάλε. Οι τεχνικές ποινές έπεφταν βροχή. Ο κόουτς έμοιαζε σχεδόν ενοχλημένος που είχε απουσιάσει από την Ευρωλίγκα για δύο σεζόν, σχεδόν προσβεβλημένος που η φανταστική δουλειά του στη Μπάμπεργκ δεν του εξασφάλισε την αναβάθμιση σε κάποιον από τους κορυφαίους ευρωπαϊκούς πάγκους.
Τα καλά νέα για την Μπάγερν ήταν ότι ο Τρινκέρι ήταν σαφώς πιο ήρεμος στο δεύτερο γύρο, αφήνοντας κατά μέρος τις εξτραβαγκάντσες. Αυτό φάνηκε να μεταδίδεται και στην ομάδα του, η οποία παρέμεινε σκληρή, έγινε όμως παράλογα ψύχραιμη για το σύνολο της εμπειρίας των παικτών της. Όταν μπήκε στην τελική ευθεία, η Μπάγερν μετατράπηκε σε βασίλισσα των ανατροπών και σε κομπιούτερ στην crunch time με προγραμματιστές τους Μπόλντγουϊν και Λούτσιτς. Κάπως έτσι πέρασε από τη Μόσχα, λύγισε στην παράταση την Άλμπα, πήρε το ντέρμπι με τον Αστέρα στο Βελιγράδι, σταμάτησε με ένα μπλοκ του Γκιστ το τρένο της Εφές και στο τέλος πήρε το εισιτήριο για τα πλέι-οφ με ένα μπλοκ του Λούτσιτς.
Ο παλιός μας εθνικός προπονητής κερδίζει χωρίς ιδιαίτερο ανταγωνισμό τον τίτλο του καλύτερου της κανονικής περιόδου, αφού η Ζενίτ του Πασκουάλ έχασε λάδια στον δεύτερο γύρο και οι απαιτήσεις από τον Σάρας επεκτείνονται ως την Κολωνία. Η πρώτη πρόκριση γερμανικής ομάδας στα πλέι-οφ έχει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του, αφού υπό τις οδηγίες του βελτιώθηκαν κατακόρυφα όλοι: ο Λούτσιτς έκανε σεζόν καριέρας, ο Μπόλντγουϊν έγινε ο πιο βελτιωμένος παίκτης της Ευρωλίγκας μόλις στη δεύτερη σεζόν του, ο Ρέινολντς ένας από τους καλύτερους σέντερ της διοργάνωσης από ρεζέρβα στη Μακάμπι, ο Σίσκο ένας Σλοβένος Ζήσης, ο Γκιστ θυμήθηκε τις εποχές που ήταν ο καλύτερος ψηλός αμυντικός στην περιφέρεια, ο Τσίπσερ βρήκε την χρησιμότητα του και οι άπειροι Γουάιλερ-Μπαμπ και Σίλι έπαιξαν λες και είχαν 4-5 σεζόν στην πλάτη τους.
Η ιταλική μονομαχία με τον Ετόρε Μεσίνα και την Αρμάνι προμηνύεται απολαυστική.