Πριν 10 χρόνια κανείς δε γνώριζε το όνομα Τζέιμι Βάρντι. Σήμερα όμως έχει στα χέρια του το χρυσό παπούτσι της πρέμιερ λιγκ.

Πριν 10 χρόνια κανείς δε γνώριζε το όνομα Τζέιμι Βάρντι. Σήμερα όμως έχει στα χέρια του το χρυσό παπούτσι της πρέμιερ λιγκ.

Στα 33 του κατάφερε να νικήσει τον Ομπαμεγιάνγκ, σ’ αυτή την κούρσα για το βραβείο του πρώτου σκόρερ στην κορυφαία κατηγορία στο νησί και παράλληλα κατέρριψε δύο ρεκόρ. Έγινε ο γηραιότερος πρώτος σκόρερ στην ιστορία, ενώ είναι ο μοναδικός που έχει αναδειχθεί κορυφαίος γκολτζής τόσο στην Κόνφερανς, όσο και στην πρέμιερ λιγκ.

Ο Βάρντι μεγάλωσε λίγα στενά δίπλα στο Χίλσμπορο, έδρα της Σέφιλντ Γουένσντεϊ, ομάδα που λάτρευε από πιτσιρικάς. Μάλιστα είχε είδωλο τον Ντέιβιντ Χερστ, παίκτη θρύλο για τις “κουκουβάγιες”. Ο ίδιος λέει: “όποτε είχα μια μπάλα στα πόδια μου, προποιούμουν εκείνον. Ο Χερστ έκανε αυτό ακριβώς που ήθελα να κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω, έβαζε γκολ για λογαριασμό της Γουένσντεϊ”.

Η ευκαιρία του δεν άργησε να έρθει όταν πέρασε με επιτυχία τα δοκιμαστικά λίγα χρόνια αργότερα και γράφτηκε στις ακαδημίες της ομάδας. Το 2002 όμως, στα 15 του, συνέβη κάτι που τον έφερε κοντά στο να σταματήσει το ποδόσφαιρο.”Στο τέλος της χρονιάς μετά από συνάντηση με τους προπονητές μου, μου ανακοινώθηκε ότι με διώχνουν από τις ακαδημίες επειδή ήμουν μικρόσωμος. Ήταν τεράστιο σοκ για μένα, έκανα πάνω από ένα χρόνο να παίξω ποδόσφαιρο, θεωρούσα ότι δεν είμαι ικανός να συνεχίσω και τα σαββατοκύριακα προσπαθούσα να απασχολώ το μυαλό με ο,τιδήποτε άλλο, παρά με την μπάλα”.

Ευτυχώς όμως δεν το έβαλε κάτω υπογράφοντας στους Στοκμπριτζ Παρκ Στιλς φτάνοντας σιγά σιγά στην πρώτη ομάδα, η οποία αγωνιζόταν στην όγδοη κατηγορία της Αγγλίας. Οι 30 λίρες την εβδομάδα δεν μπορούσαν να τον εξασφαλίσουν, οπότε αναγκαζόταν να δουλεύει για 12 ώρες σε εργοστάσιο κατασκευής προσθετικών μελών.

Τα 66 γκολ του σε 107 αναμετρήσεις προκάλεσαν το ενδιαφέρον αρκετών ομάδων. Δοκιμάστηκε στην Κρου, η οποία τον απέρριψε, η Ρόδεραμ του πρότεινε συμβόλαιο, αλλά δεν το δέχτηκε, για να καταλήξει στην Χάλιφαξ για μόλις 15 χιλιάδες λίρες το 2010. Με την Χάλιφαξ “μάτωσε” τα αντίπαλα δίχτυα με 26 γκολ σε 37 αγώνες, κερδίζοντας τον τίτλο του παίχτη της χρονιάς και οδηγώντας την ομάδα του στο πρωτάθλημα.

Αν και ξεκίνησε την επόμενη σαιζόν στην ίδια ομάδα, η Φλίτγουντ δεν έχασε την ευκαιρία και τον έντυσε στα κόκκινα. Οι μελλοντικοί του συμπαίκτες απόρησαν με τη μετεγγραφή ενός αγνώστου, ο οποίος μάλιστα έπαιζε αρκετές κατηγορίες κάτω από αυτούς. Στην πρώτη προπόνηση όμως κατάλαβαν τι μπορεί να προσφέρει. Τα 31 γκολ του σε 36 ματς του έφεραν το τίτλο του πρώτου σκόρερ της Κόνφερανς.

Η Μπλάκπουλ τον ήθελε, αλλά η Χάλιφαξ δεν έπεφτε κάτω από το 1 εκατομμύριο λίρες, ποσό που έδωσε τελικά η Λέστερ της Τσάμπιονσιπ και τον έκανε δικό της το 2012. Η πρώτη του χρονιά ήταν απογοητευτική καθώς σκόραρε μόλις 5 φορές σε 29 ματς. Χρειάστηκε αρκετά τετ α τετ με τον κόουτς Πίρσον και τους βοηθούς του, ώστε να πιστέψει ξανά στον εαυτό του. Ο ίδιος λέει ότι πέρασε αμέτρητες ώρες με συμπληρωματικές ατομικές προπονήσεις, καταλαβαίνοντας ότι οι αμυντικοί πλέον είναι το ίδιο γρήγοροι με εκείνον και καταλαβαίνουν καλύτερα το παιχνίδι.

Το 2014 με 16 γκολ βοήθησε την Λέστερ να ανεβεί στην πρέμιερ λιγκ και την επόμενη σαιζόν με 24 δικά του τέρματα την οδήγησε στον τίτλο και σε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών στην Αγγλία. Από τις 30 λίρες την εβδομάδα μέσα σε 5 χρόνια κατάφερε να κατακτήσει το πρωτάθλημα Αγγλίας.

Έκανε ντεμπούτο στην εθνική τον Μάιο του ’15, παίζοντας συνολικά 26 φορές και σημειώνοντας 7 γκολ με τα λιοντάρια. Παρά τα 33 του χρόνια, η δίψα και το πάθος του παραμένουν άσβεστα, δίνοντας του έξτρα κίνητρο να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο, “σβήνοντας” τα χαμένα χρόνια που αγωνιζόταν στις χαμηλότερες κατηγορίες.