To πρωί της 25ης Μαΐου 2013, μία ειδοποίηση SMS έφτασε στο κινητό του Βόλφγκανγκ Φρανκ. Ήταν ένα μήνυμα από τον παλιό του παίκτη στην Μάιντς και πλέον προπονητή της Μπορούσια Ντόρτμουντ, Γιούργκεν Κλοπ.
«Χωρίς εσένα, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ, στο Λονδίνο και το ”Γουέμπλεϊ”», ανέφερε το SMS. Λίγες ώρες πριν οδηγήσει την ομάδα του στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στην Μπάγερν, ο προπονητής της Μπορούσια, δεν είχε ξεχάσει τον άνθρωπο που επηρέασε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την καριέρα του. Λίγους μήνες μετά, στις 7 Σεπτεμβρίου του 2013, ο Φρανκ θα έφευγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο, χωρίς ποτέ να κατακτήσει την προπονητική αίγλη που έμελλε να απολαύσει ο διασημότερος από τους μαθητές του. Η συμβολή του όμως στην εξέλιξη του γερμανικού ποδοσφαίρου -και όχι μόνο – υπήρξε καθοριστική…
Ο Φρανκ γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1951 στο Ράιχενμπαχ Αν Ντερ Φιλς, κοντά στην Στουτγκάρδη. Από μικρός έδειξε ταλέντο στο ποδόσφαιρο και έκανε μία αξιοπρεπέστατη καριέρα ως επιθετικός, περνώντας μεταξύ άλλων από Στουτγκάρδη, Άλκμααρ, Ντόρτμουντ και Νυρεμβέργη, ενώ αγωνίστηκε και έξι φορές στην δεκαετία του 1970 με την δεύτερη ομάδα της Δ. Γερμανίας. Ήταν γνωστός ως «ψύλλος», καθώς ζύγιζε μόλις 66 κιλά!
Ως ποδοσφαιριστής, έδινε πάντα μεγάλη προσοχή στην τακτική και το πέρασμά του από την Ολλανδία το 1974 με την ΑΖ, τον έφερε πολύ κοντά στο «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή με τον Άγιαξ και τους «οράνιε». Η τελευταία ομάδα της ποδοσφαιρικής του καριέρας ήταν η άσημη Γκλάρους στην Ελβετία, την οποία ανέλαβε ως παίκτης – προπονητής το 1984 και την ανέβασε για πρώτη φορά στην β’ κατηγορία της χώρας.
Το πέρασμά του από το Γκλάρους, μία μικρή πόλη των 12.000 κατοίκων, ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή και καριέρα του. Εκεί, παράλληλα με την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο, εκπαιδεύτηκε ως δάσκαλος με ειδικότητες το ποδόσφαιρο και τα θρησκευτικά! Στο Γκλάρους μεγάλωσαν οι δύο γιοί του, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στο scouting team του Γιούργκεν Κλοπ στην Λίβερπουλ. Εκεί επίσης, γνώρισε το έργο του πρωτοπόρου Ελβετού τεχνικού Ντανιέλ Ζαντιπέ, αλλά και του Γερμανού Ότμαρ Χίτσφελντ, τον οποίο έμελλε να διαδεχτεί στην Ααράου το 1988.
Η ψύχωση με την εκπαίδευση και τον Σάκι
Η ενασχόληση του Φρανκ με το ποδόσφαιρο αλλά και η εξειδίκευσή του ως δάσκαλος, τον είχαν πείσει για την αξία της εκπαίδευσης. Γι’ αυτόν, γεγονότα όπως οι ήττες και οι τραυματισμοί, ποτέ δεν έρχονταν συμπτωματικά, αλλά ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς προετοιμασίας. Οι πρώτοι άνθρωποι που αποτέλεσαν τους δέκτες της φιλοσοφίας του δεν ήταν άλλοι από τους γιούς του, οι οποίοι έμαθαν από μικροί την αξία της προπόνησης, τρέχοντας για ώρες υπό τις οδηγίες του πατέρα τους μέσα στο κρύο και το χιόνι του Γκλάρους. Ακόμα και στις σπάνιες καλοκαιρινές διακοπές της οικογένειας στην Ελλάδα, ο Φρανκ ξυπνούσε τους γιούς του στις 5 το πρωί για ένα τρεξιματάκι στην παραλία πριν από το πρωινό, ενώ ακολουθούσε ένα πρόγραμμα ενδυνάμωσης με βάρη πριν από το μεσημεριανό γεύμα!
Ποδοσφαιρικά, ο άνθρωπος που τον επηρέασε περισσότερο ήταν ο Αρίγκο Σάκι, ο πρώην πωλητής παπουτσιών που δημιούργησε τη μεγάλη Μίλαν των δεκαετιών 1980-90, με την επαναστατική του τακτική, με έμφαση στην συγχρονισμένη κίνηση των ποδοσφαιριστών και το πρέσινγκ που «έπνιγε» τον αντίπαλο.
Ο Φρανκ, από τις ημέρες που έπαιζε ακόμα ποδόσφαιρο, μελετούσε για ώρες video με αγώνες των ομάδων του Σάκι καταγράφοντας τον τρόπο με τον οποίον κινούνταν οι παίκτες του. Αργότερα, έμελλε να επισκεφτεί το προπονητικό κέντρο της Μίλαν για να παρακολουθήσει τον δάσκαλο επί τω έργο. Ο Σάκι δεν του έδωσε μεγάλη προσοχή, αλλά του επιτράπηκε να καθίσει στις κερκίδες για να παρακολουθήσει την προπόνηση και αυτό ήταν αρκετό…
Η επανάσταση της Μάιντς
Έχοντας δείξει ενθαρρυντικά δείγματα σε Γκλάρους και Ααράου, ο Φρανκ συνέχισε την προπονητική του καριέρα στην Ελβετία με την Βέτινγκεν και στη συνέχεια την Βίντερτουρ, όπου είχε αρχηγό έναν Γερμανό μεσοεπιθετικό στα τελειώματα της καριέρας του, ονόματι Γιόακιμ Λεβ.
Τελικά, μετά από έξι χρόνια στην Ελβετία, πήρε την πρώτη του ευκαιρία σε ομάδα της πατρίδας του, αναλαμβάνοντας την Ροτ Βάις Έσεν της δεύτερης κατηγορίας, τη σεζόν 1994-95. Ο σύλλογος, αντιμετωπίζοντας τεράστια οικονομικά προβλήματα, χρεοκόπησε και υποβιβάστηκε στην Γ’ Γερμανίας με αφαίρεση όλων των πόντων που είχε κατακτήσει, όμως την ίδια περίοδο ο Φρανκ την οδήγησε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου, όπου έχασε με 3-1 από την Βέρντερ Βρέμης του Ότο Ρεχάγκελ. Την τελευταία αγωνιστική εκείνης της περιόδου, η Έσεν ταξίδεψε στο Μάιντς για να αντιμετωπίσει την τοπική ομάδα, που ήθελε έναν βαθμό για να σωθεί. Τελικά μετά από ένα επεισοδιακό ματς με τρεις κόκκινες κάρτες, η Μάιντς με γκολ του μέσου Ζέλικο Μπούβατς (αργότερα βοηθού του Γιούργκεν Κλοπ σε Μάιντς, Ντόρτμουντ και Λίβερπουλ έως το 2018) πήρε το 1-1 και σώθηκε.
Τον Σεπτέμβριο του 1995 όμως, η Μάιντς βρισκόταν στην τελευταία θέση της Β’ Μπουντεσλίγκα και έδειχνε ξανά έτοιμη για υποβιβασμό. Ο τότε γενικός διευθυντής της Κρίστιαν Χάιντελ, έψαχνε απεγνωσμένα για προπονητή και τότε τηλεφώνησε στον Φρανκ, τον οποίον θυμόταν από τα ματς της προηγούμενης χρονιάς με την Ροτ Βάις Έσεν. Τελικά, οι δύο άνδρες έδωσαν τα χέρια, χωρίς να μπορούν να γνωρίζουν ότι μακροπρόθεσμα θα άλλαζαν την ιστορία της ομάδας, αλλά και τη ζωή αρκετών από τους παίκτες της.
Στο πρώτο μισό εκείνης της σεζόν, η Μάιντς συνέχισε να χάνει και στην χειμερινή διακοπή, τα ΜΜΕ, προέβλεπαν ότι θα ήταν σίγουρα μία από τις ομάδες που θα υποβιβάζονταν. Βλέποντας τα χειρότερα να έρχονται, ο Φρανκ πήρε την απόφαση να διαπράξει μεσούσης της σεζόν μία ιεροσυλία: να αλλάξει το σύστημα που κυριαρχούσε στο γερμανικό ποδόσφαιρο από τότε που έπαιζε μπάλα ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, καταργώντας τη θέση του λίμπερο και εισάγοντας άμυνα με τέσσερις στην ευθεία! Οι παίκτες του – ανάμεσά τους και ένας υψηλόσωμος αμυντικός ονόματι Γιούργκεν Κλοπ – μπήκαν στο γήπεδο για την χειμερινή προετοιμασία και πίστευαν ότι ο κόουτς είχε χάσει το μυαλό του με αυτά που τους έβαζε να κάνουν. Για ώρες, τους ανάγκαζε να κινούνται δεξιά και αριστερά χωρίς τη μπάλα, σε συντονισμένες, χορογραφημένες κινήσεις, όπως είχε δει να κάνουν οι παίκτες της Μίλαν. Στις αμυντικές στημένες φάσεις ήταν απο τους πρώτους που εφάρμοσαν άμυνα σε ζώνη, ενώ όταν ο αντίπαλος είχε την μπάλα, οι παίκτες του έπρεπε να πρεσάρουν ομαδικά, αναγκάζοντάς τον να κάνει λάθος ή να κάνει μακρινή μπαλιά. Όταν δεν κινούνταν σαν ρομπότ μέσα στο γήπεδο, οι ποδοσφαιριστές έβλεπαν video με προπονήσεις του Σάκι. Για τον Κλοπ, έναν από τους παίκτες του που αποτελούσαν τους «προπονητές» του μέσα στο γήπεδο, ήταν μία επιφοίτηση.
«Συνειδητοποίησα ότι το σύστημα μας έκανε να κερδίζουμε ομάδες που είχαν καλύτερους παίκτες. Έκανε τα αποτελέσματά μας να είναι ανεξάρτητα από το ταλέντο μας», θα πει αργότερα ο νυν τεχνικός της Λίβερπουλ.
Οι πρωτοποριακές κινήσεις όμως δεν σταμάτησαν εκεί, καθώς ο Φρανκ άρχισε να συνεργάζεται με διατροφολόγους αλλά και αναλυτές απόδοσης από το Πανεπιστήμιο του Μάιντς, πράγματα ανήκουστα για το γερμανικό -ίσως και ευρωπαϊκό – ποδόσφαιρο της εποχής. Ένας από τους αναλυτές που προσελήφθησαν για να δουλέψουν στην ομάδα, ήταν και ο Πέτερ Κράβιτς, μέχρι σήμερα «δεξί χέρι» του Κλοπ σε όλες τις ομάδες του.
Παρά την αρχική αμηχανία, το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν άμεσο. Μετά την εισαγωγή του νέου συστήματος, η Μάιντς πήρε στον δεύτερο γύρο περισσότερους πόντους από οποιαδήποτε άλλη ομάδα σε πρώτη και δεύτερη κατηγορία, κερδίζοντας μία απίθανη παραμονή. Ο Κλοπ αλλά και οι υπόλοιποι παίκτες, έπιναν πλέον νερό στο όνομά του…
Η εσωτερική περιπλάνηση
Η πρώτη του θητεία στην Μάιντς κράτησε λιγότερο από δύο χρόνια. Ο οραματιστής τεχνικός, είχε ως απώτερο όνειρο να δουλέψει στη Μπουντεσλίγκα και εκτός του έργου του στον αγωνιστικό χώρο, πίεζε συνεχώς την διοίκηση να βελτιώνει τις εγκαταστάσεις στο προπονητικό κέντρο και στο γήπεδο, ανυπόμονος για να πραγματοποιήσει τους στόχους του. Ωστόσο, τα πράγματα δεν κινούνταν με τους ρυθμούς που θα ήθελε και έτσι το 1997 αποχώρησε, μετακομίζοντας στην Αυστρία και την Αούστρια Βιέννης. Εκεί το «πείραμα» της εισαγωγής τετράδας στην άμυνα απέτυχε έπειτα από μόλις μία σεζόν. Την ίδια εποχή, οι διάδοχοί του στην Μάιντς προσπάθησαν να «ξεχαρβαλώσουν» το σύστημά του, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Κλοπ και την παρέα του. Έτσι, το 1998 επέστρεψε για μία δεύτερη θητεία στον σύλλογο, που είχε μετατραπεί πλέον από φαβορί για τον υποβιβασμό σε αουτσάιντερ για την άνοδο στα «σαλόνια».
Το δεύτερο πέρασμά του από την Μάιντς κράτησε άλλα δύο χρόνια και σημαδεύτηκε από την εισαγωγή ακόμα πιο πρωτοποριακών για την εποχή μεθόδων, που είχαν αυτή την φορά στόχο την ψυχολογία των ποδοσφαιριστών. Έδινε μεγάλο βάρος σε τεχνικές αναπνοής και χαλάρωσης, σε ένα είδος «εσωτερικής περιπλάνησης» του καθενός με τον εαυτό του. Οι παίκτες της Γκρόιτερ Φιρτ, ακόμα θυμούνται την χειμερινή προετοιμασία στην Κύπρο του 1998, όταν άκουγαν από το διπλανό γήπεδο όπου προπονούνταν η Μάιντς τους παίκτες της να ουρλιάζουν «ααααα» και «οοοοο», καθώς ο Φρανκ εφάρμοζε τεχνικές λογοθεραπείας! Οι ομιλίες του ήταν καθημερινές και μεγάλης διάρκειας, ενώ ενθάρρυνε τους παίκτες να διαβάζουν βιβλία. «Κάποιοι θεώρησαν ότι τα πράγματα είχαν ξεφύγει κάπως. Παίκτες που είχαν εγκαταλείψει το σχολείο σχετικά νωρίς, βρέθηκαν ξαφνικά να διαβάζουν μέσα στο πούλμαν βιβλία με τίτλους που δεν καταλάβαινα καν!», θυμάται ο Κλοπ.
Παρ’ όλες όμως τις τεχνικές χαλάρωσης που μάθαινε στους παίκτες του, ο ίδιος δεν μπορούσε ποτέ να χαλαρώσει και να αφήσει το μυαλό του να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από το ποδόσφαιρο. Διάβαζε, έβλεπε και συνέλεγε οτιδήποτε είχε σχέση με την τακτική και το επάγγελμά του, με την μέρα του να ξεκινά στο προπονητικό κέντρο στις 7.30 το πρωί και να τελειώνει εκεί στις 12 τα μεσάνυχτα. Πολλές φορές καυγάδιζε με την οικογένειά του για το γεγονός ότι είχε δώσει μέρος του μισθού του στον άνθρωπο που φρόντιζε το γρασίδι ή τα παπούτσια των παικτών, θεωρώντας τον εξ’ ίσου σημαντικό για την επιτυχία της ομάδας.
Τελικά, η ανυπομονησία του να πραγματοποιήσει το όραμά του, ήταν και αυτή που δεν τον άφησε να το καταφέρει. Πολλές φορές αποχώρησε πρόωρα από μία ομάδα, ή αποδέχτηκε μία πρόταση χωρίς προοπτικές καθώς ένιωθε ανασφαλής να μείνει χωρίς δουλειά. Έτσι, ένας προπονητής που θα μπορούσε να φτάσει στην κορυφή και επηρέασε τόσο κόσμο, ακολούθησε καριέρα γυρολόγου μετά την δεύτερη αποχώρησή του από τη Μάιντς, προπονώντας ομάδες όπως η Ντούισμπουργκ, η Ουντερχάχινγκ, η Σάξονι Λειψίας, η Κίκερς Όφενμπαχ, η Μπορούσια Βούπερταλ, η Βέχεν Βιζμπάντεν και η Καρλ Τσάις Ιένα, πριν κλείσει την καριέρα του άδοξα στο Βέλγιο με την Έουπεν το 2012.
Το σημάδι του πάντως παρέμεινε ανεξίτηλο στην Μάιντς. Έναν χρόνο μετά την δεύτερη αποχώρησή του από τον πάγκο και αφού κανένας από τους διαδόχους του δεν αποδείχτηκε άξιος να «κερδίσει» τα αποδυτήρια, ο σύλλογος αποφάσισε να εμπιστευτεί για τον πάγκο τον καλύτερο μαθητή του. Κάπως έτσι, το 2001, ξεκίνησε η προπονητική πορεία του Γιούργκεν Κλοπ…
Τα τελευταία χρόνια
Έχοντας περάσει πλέον τα 60, ο Φρανκ αποφάσισε επιτέλους να το πάρει λίγο πιο χαλαρά και περιόρισε τις ενασχολήσεις του. Το 2012 επέστρεψε στην Μάιντς ως αναλυτής των αντιπάλων, ενώ φρόντιζε τον εαυτό του με γυμναστική και καλή διατροφή.
Μία μέρα του 2013, ανέβηκε στον διάδρομο για να τρέξει, ζαλίστηκε και έπεσε. Οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε έδειξαν καρκίνο στον εγκέφαλο. Ακολούθησε επέμβαση και χημειοθεραπείες, από τις οποίες άρχισε να συνέρχεται τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, όταν ο Κλοπ έφτασε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Τις ίδιες μέρες, ένας άλλος παλιός παίκτης του στην Μάιντς, ο Τόρστεν Λίμπερκνεχτ, ανέβαζε για πρώτη φορά στην ιστορία της την Άιντραχτ Μπραουνσβάιγκ στην Μπουντεσλίγκα. Έναν χρόνο αργότερα ο παλιός του παίκτης στην Βίντερτουρ, Γιόακιμ Λεβ, οδήγησε την Εθνική Γερμανίας στον τέταρτο παγκόσμιο τίτλο της στα γήπεδα της Βραζιλίας. Δεν πρόλαβε να το δει…
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2013, ο Φρανκ άφησε την τελευταία του πνοή στην πόλη που αγάπησε και αγαπήθηκε, το Μάιντς. Η κηδεία του έγινε στο κεντρικό νεκροταφείο της πόλης, με τον Γιούργκεν Κλοπ να εκφωνεί επικήδειο, έχοντας πάρει την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει εκεί όλους τους παλιούς συμπαίκτες. Λίγες μέρες μετά, σε ματς με την Σάλκε, οι οργανωμένοι της Μάιντς φόρεσαν μαύρα και κρέμασαν πανό στην εξέδρα με το μήνυμα: «Το Μάιντς είναι δικό σου».
Ο τελευταίος λόγος για τον Φρανκ, ανήκει φυσικά στον Κλοπ, ο οποίος είπε κατά την διάρκεια της κηδείας του μέντορά του: «Ήσουν προπονητής της Μπουντεσλίγκα, ακόμα και αν δεν δούλεψες ποτέ εκεί. Ο Βόλφγκανγκ επηρέασε μία ολόκληρη γενιά ποδοσφαιριστών και ακόμα την επηρεάζει. Είναι ο προπονητής που με επηρέασε περισσότερο. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος».
Πηγές: Wikipedia, Liverpool Echo, Bild, Goal.com, «Bring the Noise: The Jürgen Klopp Story» του Raphael Honigstein