Το θέμα του χρηματοοικονομικού fair play δεν ήταν ποτέ πιο σημαντικό από ότι τις τελευταίες εβδομάδες, δεδομένου ότι η Μάντσεστερ Σίτι τιμωρήθηκε  με διετή αποκλεισμό από το Τσάμπιονς Λιγκ και πρόστιμο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ από την UEFA.

Το θέμα του χρηματοοικονομικού fair play δεν ήταν ποτέ πιο σημαντικό από ότι τις τελευταίες εβδομάδες, δεδομένου ότι η Μάντσεστερ Σίτι τιμωρήθηκε  με διετή αποκλεισμό από το Τσάμπιονς Λιγκ και πρόστιμο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ από την UEFA. Το μέτρο του Financial Fair Play έχει βγει από το προσκήνιο και φαίνεται ξεκάθαρα ότι πιο συχνά από ποτέ η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ομοσπονδία στην Ευρώπη βάζει το…κεφάλι της μέσα από την κουρτίνα και ελέγχει τους παραβάτες.

Για να θυμηθούμε τι είχε γίνει το 2010, όταν η UEFA εισήγαγε το Financial Fair Play, με δύο βασικούς άξονες: 
1. Απαγορεύεται να έχουν οι ομάδες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τρίτους ή εάν έχουν, πρέπει να είναι πλήρως διακανονισμένες και να εξυπηρετούνται χωρίς καθυστερήσεις.
2. Πρέπει να υπάρχει ισοσκελισμός εσόδων-εξόδων και η μέγιστη επιτρεπτή ζημιά σε βάθος τριετίας να μην ξεπερνά τα 5 εκατομμύρια ευρώ αρχικά, ενώ αν τηρηθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις το ποσό μπορεί να φτάσει και στα 30 εκατομμύρια (χωρίς να συνυπολογίζονται αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου από τον ιδιοκτήτη).

Ως γενικό συμπέρασμα, το μέτρο αυτό οδήγησε ασφαλώς στη βελτίωση της λειτουργίας των ομάδων σε όλη την Ευρώπη, ειδικά στην Ιταλία, όπου οι δεκαετία του΄90 είχε οδηγήσει στον γκρεμό πολλούς συλλόγους. 
Είναι ένα θέμα που άγγιξε πρόσφατα ο ιδιοκτήτης της Φιορεντίνα, Ρόκο Κομίσο. Ο Ιταλοαμερικανός δισεκατομμυριούχος, παρατήρησε ότι η επένδυση μεγάλου αριθμού κεφαλαίων στην ομάδα της Φλωρεντίας είναι αδύνατη επειδή οι «βιόλα» κερδίζουν περίπου 90 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. 
Ο Κομίσο γνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος να ενισχυθούν τα έσοδα είναι να οικοδομηθεί ένα νέο στάδιο στη Φλωρεντία, αλλά δεδομένου του περίφημου αρχαϊκού γραφειοκρατικού συστήματος στην Ιταλία, οι κινήσεις είναι πολύ αργές και η δημιουργία ενός νέου Σταδίου, ή ακόμη και ο εκσυγχρονισμός του «Αρτέμιο Φράνκι» αναβάλλεται για το άμεσο μέλλον.

Δεν πρέπει όμως να υπάρχει απογοήτευση. Αρκεί κανείς να κοιτάξει την Λάτσιο και την Αταλάντα, δύο από τις κορυφαίες ομάδες της Serie A που απέδειξαν ότι είναι δυνατόν να φτάσεις στο κορυφαίο επίπεδο, εξισορροπώντας ταυτόχρονα τα λογιστικά βιβλία.
Πολλές φορές στο παρελθόν ο Πρόεδρος της Λάτσιο, Κλαούντιο Λοτίτο, έχει τονίσει ότι η ομάδα του δεν χρειάζεται ούτε ένα ευρώ από τα δικά του χρήματα για να προχωρήσει. Η Λάτσιο είναι πλήρως αυτοχρηματοδοτούμενη και ένας υγιής οργανισμός. Οι μισθοί της ομάδας αυτή τη σεζόν, είναι οι έκτοι υψηλότεροι στο πρωτάθλημα, γύρω στα 70 εκατομμύρια ευρώ.

Σε αντίθεση με τα χρόνια του Κρανιότι που ξόδευε αλόγιστα με αποτέλεσμα η Λάτσιο να καταρρεύσει, επί θητείας Λοτίτο, δεν έχουν δοθεί ποτέ περισσότερα από 20 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση κάποιου ποδοσφαιριστή. Ο τεχνικός διευθυντής, Ίγκλι Τάρε, εναρμονισμένος με αυτή την πολιτική, απέκτησε παίκτες έμπειρους χωρίς να «ματώσει» οικονομικά η ομάδα (Μίροσλαβ Κλόζε, Λούκας Λέιβα), σε συνδυασμό με απόκτηση νέων και ελπιδοφόρων παικτών που στο μέλλον με την πώληση τους μπορεί να φέρουν αρκετά χρήματα στα ταμεία του συλλόγου. Θυμηθείτε, Μιλίνκοβιτς-Σάβιτς, Φελίπε Άντερσον, Λουίς Αλμπέρτο, Θωμάς Στρακόσια, Χοακίν Κορέα. 
Αυτή η προσέγγιση μπορεί να φέρει απογοητεύσεις στην αρχή, αλλά αν γίνουν σωστά βήματα, μπορείς να γευτείς τους καρπούς της επιτυχίας.

Πλην της Γιουβέντους καμμία άλλη ομάδα δεν είναι τόσο επιτυχημένη την τελευταία δεκαετία στην Ιταλία, από την Λάτσιο. Έχει κερδίσει 2 φορές του Κύπελλο Ιταλίας και το Σούπερ Καπ και διεκδικεί εφέτος με πολλές πιθανότητες την κατάκτηση του μεγαλύτερου εγχώριου τίτλου, του πρωταθλήματος. 
Η ιστορία της Αταλάντα είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτη. Μια ομάδα με το 13ο υψηλότερο μισθολογικό κόστος στην Serie A, διεκδικεί την είσοδο  της στα προημιτελικά του Champions League, αν και πρωτάρα στο θεσμό. 

Υπήρξε μια αίσθηση ότι η ιστορία της Αταλάντα κορυφώθηκε το 2016-17, όταν τερμάτισε τέταρτη στη Serie A και εξασφάλισε ένα εισιτήριο για το Γιουρόπα Λιγκ της επόμενης σεζόν. Αποκλείστηκε από την Μπορούσια Ντόρτμουντ στη φάση των «32» τη σεζόν 2017-18, ήρθε έβδομη στο πρωτάθλημα και όλοι πίστεψαν ότι ο Τζιαμπάολο Γκασπερίνι πήρε από τους παίκτες του τα μέγιστα που μπορούσε. Αμ δε… 

Η Αταλάντα έκανε κάποιες έξυπνες εξαγορές, όπως ο Ντουβάν Ζαπάτα, ο Μάριο Πάσαλιτς, τερμάτισε άνετα τρίτη την περίοδο 2018-19, και τώρα βρίσκεται σε πορεία για τη δεύτερη συνεχόμενη συμμετοχή της στο Champions League που θα φέρει πολλά έσοδα στην ομάδα.  
Το «κλειδί» για την επιτυχία στις ιστορίες και των δύο ομάδων είναι ότι λειτούργησαν βάση σχεδίου, το οποίο ακολούθησαν απαρέγκλιτα. Επίσης στήριξαν απόλυτα τους προπονητές τους. Ιντζάγκι και Γκασπερίνι κλείνουν αισίως τέσσερα χρόνια παρουσίας στον πάγκο των δύο ομάδων. Και δικαιώθηκαν.

Με μισθούς πολύ μικρότερους από αυτούς της Ρόμα ή της Μίλαν καταγράφουν πολύ περισσότερες επιτυχίες από αυτές τις ιστορικές ομάδες που αλλάζουν προπονητές με μεγάλη ευκολία, παραμένοντας μακριά από τα τρόπαια και τις διακρίσεις την τελευταία δεκαετία.