Ο Νοτιοκορεάτης επιθετικός Μπουμ-Κουν Τσα (Cha Bum-kun), γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1953, στη Χβασεόνγκ, μια πόλη της Νότιας Κορέας, περίπου 50 χλμ. νότια της Σεούλ. Είχε το παρατσούκλι «Tscha Boom» στη Γερμανία, λογοπαίγνιο με τ’ όνομά του αλλά και του εντυπωσιακά βροντερού του σουτ, που στα γερμανικά έχει την έννοια του «Αλήτης»! Το παρατσούκλι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το γερμανικό περιοδικό «Kicker», το οποίο ονόμασε τον Τσα ως έναν από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του 1980. Έχοντας ξεκινήσει το 1970, μέχρι το 1972 είχε ήδη κληθεί την νοτιοκορεάτικη εθνική ομάδα, όντας ο νεότερος διεθνής παίκτης στην ιστορία της. Μετά την ανάπτυξη του ως Κορυφαίος Παίκτης στη χώρα του, ήλθε στα 25 του χρόνια στην Ευρώπη για να παίξει στην γερμανική Μπουντεσλίγκα, υποσχόμενος να μεταφέρει τις εμπειρίες του πίσω στην πατρίδα του. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του, επιστρέφοντας στη Νότια Κορέα, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ξεκινώντας ποδοσφαιρικές σχολές σε όλη τη χώρα, με βάση το γερμανικό μοντέλο.
Ήταν ο προπονητής της εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και σε συλλογικό επίπεδο έχει αναλάβει την Χιουντάι της Ουλσάν και τη Σάμσουνγκ Μπλούγουινγκς της Σουγουόν στην κορεατική Λίγκα. Χαίρει της ΑΠΟΛΥΤΗΣ εκτίμησης στην πατρίδα του και είναι πολύ σεβαστός για τα επιτεύγματά του στη Μπουντεσλίγκα και την εθνική ομάδα της Νότιας Κορέας. Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έχει παίξει για τη Ντάρμστατ, την Άιντραχτ Φρανκφούρτης και τη Μπάγερ του Λεβερκούζεν, ενώ έγινε 135 φορές διεθνής, σκοράροντας 58 γκολ. Του δόθηκε ο τίτλος του Παίκτη του 20ου Αιώνα για την Ασία, από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS). Είναι ο Κορυφαίος Σκόρερ Όλων των Εποχών για την εθνική ομάδα της Νότιας Κορέας.
Είχε ξεκινήσει να δείχνει τις ικανότητές του, ακόμα ως μαθητής Γυμνασίου, το 1970 και την ίδια χρονιά έγινε διεθνής με την εθνική Νέων της χώρας του. Το 1972, μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ και μετά την αποφοίτησή του, ξεκίνησε την καριέρα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο με τη Σεούλ Τραστ Μπανκ, το 1976. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ξεκίνησε να αγωνίζεται για την ποδοσφαιρική ομάδα της Νοτιοκορεάτικης Πολεμικής Αεροπορίας, κατά τη διάρκεια εκπλήρωσης της στρατιωτικής του θητείας! Προσέλκυσε την προσοχή του Φρίντελ Ράους (Friedel Rausch), αγωνιζόμενος για την εθνική ομάδα και άρχισε την καριέρα του στη Μπουντεσλίγκα με τη Ντάρμστατ, στην ηλικία των 25 ετών, ύστερα όμως από προβλήματα που προέκυψαν με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις!
Τον Δεκέμβριο του 1978, μεταγράφηκε στη Ντάρμστατ, όπου σε λίγο λιγότερο από μισό χρόνο τον «άρπαξε» -κυριολεκτικά- η Άιντραχτ Φρανκφούρτης! Λόγω ενός περίπλοκου προβλήματος με τη στρατιωτική του θητεία, μετά από το ντεμπούτο του με την Μπόχουμ, στις 30 Δεκεμβρίου του 1978, επέστρεψε στη Νότια Κορέα, στις 5 Ιανουαρίου του 1979 και πέρασε υποχρεωτικές εκπαιδεύσεις που περνούν όλοι οι άρρενες Νοτιοκορεάτες, μέχρι τις 31 Μαΐου του 1979, χωρίς να αγωνιστεί ξανά για την Ντάρμστατ! Όταν ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις του με τη στρατιωτική του υπηρεσία, εντάχθηκε στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης, τον Ιούλιο του 1976. Έκανε αμέσως αίσθηση, σκοράροντας σε τρία συνεχόμενα παιχνίδια. Η Άιντραχτ κατέκτησε το Κύπελλο UEFA της σεζόν 1979/80 και ο ίδιος ονομάστηκε «Man of the Match» στον τελικό, ενώ έγινε ο 3ος υψηλότερα αμειβόμενος ποδοσφαιριστής στη Γερμανία!
Το 1981, υπέστη ένα τραυματισμό στο γόνατο που κόντεψε να του τελειώσει την καριέρα, σ’ ένα παιχνίδι εναντίον της Λεβερκούζεν, ένα περιστατικό που σχεδόν οδήγησε σε κανονική εξέγερση τους οπαδούς της Άιντραχτ! Ανέρρωσε γρήγορα για τον τελικό του γερμανικού Κυπέλλου, όπου σκόραρε ένα γκολ, το 3-0 στην νίκη 3-1 της Άιντραχτ επί της Καϊζερσλάουτερν. Ωστόσο, ύστερα από 122 εμφανίσεις και 46 γκολ, μεταγράφηκε στην Μπάγερ Λεβερκούζεν το 1983, κατακτώντας ένα δεύτερο Κύπελλο UEFA μαζί της το 1988! Σημείωσε το γκολ της ισοφάρισης εναντίον της Εσπανιόλ, για να φέρει το παιχνίδι στο 3-3. Η Λεβερκούζεν τελικά κέρδισε το παιχνίδι στα πέναλτι, κατακτώντας τον πρώτο μεγάλο τίτλο στην ιστορία του συλλόγου. Για την Λεβερκούζεν σκόραρε 52 γκολ σε 185 παιχνίδια.
Αποσύρθηκε το 1989, μετά από μια μακρά καριέρα στη Γερμανία, που συμπεριλαμβάνει 308 παιχνίδια στα οποία σκόραρε 98 γκολ (κανένα από πέναλτι!), τότε η Υψηλότερη Επίδοση για έναν αλλοδαπό παίκτη στο πρωτάθλημα, ξεπερνώντας τα 92 γκολ του προκατόχου του, Ολλανδού Έντε Λίπενς (Ente Lippens). Το 1999, ο Ελβετός Στεφάν Σαπουιζά (Stéphane Chapuisat) έσπασε το 14χρονο ρεκόρ των 98 γκολ του Τσα και από τον Σεπτέμβριο του 2016, κατατάσσεται πλέον 6ος στη σχετική κατάταξη μετά τον Κλαούντιο Πιζάρο (Claudio Pizarro) με 167 γκολ, τον Τζιοβάνε Έλμπερ (Giovane Elber) με 133, τον Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι (Robert Lewandowski) με 128, τον Στεφάν Σαπουιζά με 106 και τον Άίλτον (Aílton) με 105 γκολ. Το ρεκόρ των 17 γκολ του Τσα, στη σεζόν 1985/86, παραμένει το Υψηλότερο για παίκτη ασιατικής καταγωγής στην Μπουντεσλίγκα! Πλησιάστηκε από τον Ιρανό επιθετικό Βαχίντ Χασεμιάν (Vahid Hashemian), ο οποίος σκόραρε 16 γκολ κατά τη διάρκεια της σεζόν 2003/04 με την Μπόχουμ.
Σε πάνω από 10 χρόνια καριέρας στη Γερμανία, πήρε μόνο μία κίτρινη κάρτα! Είναι ο 9ος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που κατέκτησε το Κύπελλο UEFA με διαφορετικές ομάδες και μοιράζεται το ρεκόρ με καταξιωμένους παίκτες όπως ο Ιταλός Σαλβατόρε Σκιλάτσι (Salvatore Schillaci) και ο Γερμανός Γιούργκεν Κλίνσμαν (Jürgen Klinsmann)! Θεωρείται ως ο Καλύτερος Ποδοσφαιριστής της Νότιας Κορέας, αλλά και της Ασίας Όλων των Εποχών! Ανακηρύχθηκε Παίκτης του 20ου Αιώνα για την Ασία, από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου, εξαιτίας των εμφανίσεών του στην Μπουντεσλίγκα, όταν λίγοι Ασιάτες έπαιζαν σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Θεωρείται ένας από τους Καλύτερους Παίκτες που αγωνίστηκαν στην Μπουντεσλίγκα και βραβεύτηκε από τους συμπαίκτες του.
Έγινε διεθνής με την εθνική Νέων της Κορέας, το 1970 και συμμετείχε στο ασιατικό Πρωτάθλημα Νέων του 1971 και του 1972. Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική Ανδρών όταν ήταν 19 χρονών και ήταν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ, το 1972! Είναι ο νεότερος παίκτης στην ιστορία του νοτιοκορεάτικου ποδοσφαίρου που κλήθηκε στην εθνική ομάδα! Έπαιξε στο Κύπελλο Ασίας του 1972, όπου σκόραρε ένα γκολ και έφτασε στον τελικό, όπου ηττήθηκε από το Ιράν. Ήταν μέλος της εθνικής ομάδας της Νότιας Κορέας στους Ασιατικούς Αγώνες του 1978, όπου κέρδισαν από κοινού το χρυσό μετάλλιο με τη Βόρεια Κορέα, λόγω της τελικής ισοπαλίας 0-0. Το τελευταίο του διεθνές τουρνουά, ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, στο Μέξικο, στην πρώτη εμφάνιση της Νότιας Κορέας από το 1954!
Είχε αποσυρθεί από το διεθνές ποδόσφαιρο, αλλά πείστηκε να έρθει πίσω στην ομάδα για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η Νότια Κορέα ηττήθηκε 1-3 από την Αργεντινή και 2-3 από την Ιταλία και έφερε ισοπαλία 1-1 με τη Βουλγαρία. Οι αντίπαλες ομάδες, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων του, τον αντιμετώπισαν πάντα με συνδυασμένες άμυνες και με 2 αμυντικούς πάνω του! Αποσύρθηκε από το διεθνές ποδόσφαιρο οριστικά μετά το τουρνουά. Είναι ο κορυφαίος σκόρερ με την εθνική ομάδα της Νότιας Κορέας, όλων των εποχών, έχοντας σημειώσει 58 γκολ, εκπροσωπώντας την σε 135 διεθνείς αγώνες, όντας ο 2ος σε συμμετοχές! Είναι ο Πρώτη Μη-Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής και μέχρι σήμερα ο Νεότερος παίκτης, ο οποίος έκανε 100 διεθνείς συμμετοχές.
Όταν αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο, φοίτησε και απέκτησε την άδεια προπονητή στην περίφημη Σχολή του Αθλητικού Πανεπιστημίου της Κολωνίας. Το 1990 επέστρεψε στη πατρίδα του και άνοιξε τη δική του σχολή ποδοσφαίρου στη Σεούλ, με βάση το γερμανικό μοντέλο και σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Ανέλαβε προπονητής στην Ουλσάν Χιουντάι, καθοδηγώντας την από το 1991 έως το 1994. Το επόμενο ραντεβού του, ήταν τον Ιανουάριο του 1997, αναλαμβάνοντας προπονητής της εθνικής ομάδας, την οποία οδήγησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Ωστόσο, μια καταστροφική ήττα με 0-5 από την Ολλανδία, στο δεύτερο παιχνίδι, οδήγησε στην απόλυσή του. Αργότερα κατηγόρησε την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας για την κακή απόδοση, επικαλούμενος έλλειψη κινήτρων στους παίκτες, με την Ομοσπονδία να τον τιμωρεί με πενταετή απαγόρευση ενασχόλησης στο ποδόσφαιρο!
Άφησε τη χώρα με τη σύζυγό του και μετά από μια 18μηνη θητεία στην κινεζική Σενζέν, πήρε θέση σχολιαστή στο δίκτυο MBC. Επέστρεψε στην προπονητική, στα τέλη του 2003, αναλαμβάνοντας τη Σουγουόν Σάμσουνγκ Μπλούγουινγκς, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του 2004, που ως επίτευγμα, το θεωρεί ως μεγαλύτερο από την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA, ως παίκτης, το 1988! Στις 6 Ιουνίου του 2010, παραιτήθηκε από προπονητής της Σουγουόν.
Είναι ένας αφοσιωμένος Χριστιανός και απαριθμεί τα τρία πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή του «… την οικογένεια, τη θρησκεία και το ποδόσφαιρο»! Το δεύτερο παιδί του, ο Ντου-Ρι Τσα (Cha Du-ri), ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, αγωνίστηκε στη Γερμανία ως αμυντικός και αποσύρθηκε το 2015, παίζοντας για την FC Σεούλ. Από τις 23 Ιανουαρίου του 2013, μια φωτογραφία του κοσμεί έναν από τους 12 «Πυλώνες της Αρμονίας» στο σταθμό του μετρό Willy Brandt Platz (Πλατείας Βίλι Μπραντ) στη Φρανκφούρτη