Ο Ρασβάν Λουτσέσκου μίλησε σε ιταλικό vidcast με λεπτομέρειες για την δουλειά του στον ΠΑΟΚ, αλλά και για την ελληνική του εμπειρία γενικότερα

Ο Ρασβάν Λουτσέσκου κλήθηκε να μιλήσει σε ιταλικό vidcast για την προπονητική του καριέρα, την εμπειρία του από την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, τη φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίζει την εργασία του ως προπονητής -και ειδικότερα ως προπονητής του “Δικέφαλου”- κι αυτός με τη σειρά του έδωσε απαντήσεις με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.

Σχετικά με την ελληνική εμπειρία του είπε:

“Εδώ στην Ελλάδα κατακτήσαμε το πρωτάθλημα ύστερα από 34 χρόνια, αλλά πρέπει να πω ότι ακόμα και τη σεζόν πριν από τον τίτλο, το 2017-18, είχαμε κατακτήσει το πρωτάθλημα στο χόρτο και μας το αφαίρεσαν στα χαρτιά. Μας έκοψαν 9 βαθμούς και μας πήραν εκείνο τον τίτλο, αφαιρώντας μας παράλληλα άλλους 2 βαθμούς από το επόμενο πρωτάθλημα -το οποίο κερδίσαμε. Εκείνη ήταν μια απίστευτη ιστορία, γιατί στην Ελλάδα, πέρα από το ποδόσφαιρο, τα «εγώ» των προέδρων, των ιδιοκτητών των ομάδων, είναι τεράστια. Είναι πλούσιοι, αλλά με τεράστια «εγώ». Κατά τη γνώμη μου -όπως εγώ το νιώθω που βρίσκομαι οκτώ χρόνια εδώ- προέχει στην Ελλάδα η μάχη μεταξύ των ιδιοκτητών, η μάχη για να δουν ποιος είναι ο πιο δυνατός. Και κατόπιν ερχόμαστε εμείς, οι ομάδες. Οπότε, κερδίσαμε στον αγωνιστικό χώρο, αλλά μας αφαίρεσαν αυτούς τους βαθμούς για το τίποτα. Τέλος πάντων, δεν ξαναμπαίνω σε αυτή την ιστορία, αλλά για εμένα κερδίσαμε και το πρωτάθλημα εκείνο.

Κατόπιν, την επόμενη χρονιά το πρωτάθλημα, το κύπελλο, αήττητοι σε όλους τους αγώνες, ήταν και αυτό ένα ρεκόρ, ένα ιστορικό επίτευγμα για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Από εκεί το επιτελείο μου κι εγώ πήγαμε στην Αλ Χιλάλ και κάναμε εξαιρετική δουλειά. Κερδίσαμε το Τσάμπιονς Λιγκ, το πρωτάθλημα και το κύπελλο -το τρεμπλ στην Ασία. Ήμουν τυχερός γιατί αισθανόμουν καλά, ήμουν ευτυχισμένος γιατί, στο κάτω-κάτω, αυτό που μετράει στο ποδόσφαιρο είναι τα αποτελέσματα. Οι νίκες φέρνουν ευτυχία. Ήμουν τυχερός, γιατί είχα στα χέρια μου κατά καιρούς φανταστικούς παίκτες -και στην Ελλάδα και στη Σαουδική Αραβία”.

Αναφορικά με τις ποδοσφαιρικές αρχές, στις οποίες στηρίζει την εργασία του, απάντησε:

“Η φιλοσοφία μου επηρεάστηκε από αυτή του πατέρα μου. Αυτός αγαπούσε το επιθετικό ποδόσφαιρο, να έχει την κατοχή και τον έλεγχο της μπάλας. Έτσι και η δική μου προπονητική φιλοσοφία υπαγορεύει να έχουμε την κατοχή της μπάλας και να κάνουμε πρέσινγκ ψηλά. Μου αρέσει η ιδέα να έχουμε μεγάλη κατοχή της μπάλας και να χειριζόμαστε την κατοχή αυτή σωστά. Με αλλαγές στο παιχνίδι, να ανοίγουμε το γήπεδο και τις αντίπαλες άμυνες, να βρίσκουμε τους χώρους και να κάνουμε επιθέσεις με ένταση. Χρησιμοποιούμε πολύ το πρέσινγκ ψηλά για δύο λόγους. Κατ’ αρχάς πιστεύω ότι προσφέρει αυτοπεποίθηση στην ομάδα. Όταν πάει να αμυνθεί ψηλά, με επιθετικότητα και ένταση, όταν οι παίκτες νιώθουν ότι ο προπονητής τους σπρώχνει μπροστά, αρχίζουν να νιώθουν δυνατοί και να έχουν πίστη στις δυνάμεις τους. Δεν έχουμε φόβο. Δεύτερον, κάθε ομάδα που υφίσταται έντονο πρέσινγκ, δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει και να τροφοδοτήσει με ακρίβεια τους παίκτες ποιότητας, που συνήθως παίζουν μπροστά.

Όπως είπα, με τα χρόνια ήρθαν και μικρές διαφοροποιήσεις. Για να έχεις την κατοχή, πρέπει να είσαι και πιο συμπαγής, να έχεις κοντά τις γραμμές, ώστε να υποχρεώσεις τους αντιπάλους να βγουν από την αμυντική τους ζώνη. Ακόμα και όταν χάνεις την
μπάλα, με τον τρόπο αυτό είναι πιο εύκολο να αντιδράσεις και να κάνεις άμεσα πρέσινγκ. Εντάξει, αυτή είναι η φάση του πρέσινγκ ψηλά. Όμως δουλεύουμε πολύ και στη φάση της αναδιοργάνωσης στο κέντρο του γηπέδου ή μέσα στο δικό μας μισό. Γιατί δεν μπορείς πάντα να κυριαρχείς. Υπάρχουν και αντίπαλοι πιο δυνατοί. Πάντως μέσες άκρες αυτή είναι η φιλοσοφία μας.

Φέτος είχαμε πολύ ενδιαφέροντα παιχνίδια. Αν εξαιρέσεις αυτό που σου είπα νωρίτερα για το σύστημα στο ελληνικό ποδόσφαιρο, που είναι μια πραγματικότητα άσχημη και αρνητική και βοηθάει συνήθως τους συλλόγους της Αθήνας, υπάρχει και η δυσκολία των πλέι οφ. Μια πολύ πολύ πολύ σκληρή διαδικασία με αγώνες ανάμεσα στους 4 πρώτους, ακόμα και τον 5ο , τον Αρη. Αλλά οι Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ και εμείς ο ΠΑΟΚ, είμαστε μια τετράδα με απίστευτο ανταγωνισμό.Όλες έχουν ποιοτικούς ποδοσφαιριστές και μέσω αυτών των πλέι οφ -10 αγώνες-, η κατάκτηση του πρωταθλήματος γίνεται πολύ δύσκολη. Στη διάρκεια της φετινής σεζόν, έχουμε συναντήσει τόσες φορές τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ… Αλλά και στην Ευρώπη αποκτήσαμε ενδιαφέρουσες εμπειρίες, παίζοντας δύο φορές με την Αϊντραχτ, με την Ντινάμο Ζάγκρεμπ. Για να φθάσουμε στους ομίλους του Κόνφερενς Λιγκ, περάσαμε από τρεις προκριματικούς γύρους… Εκεί, περνώντας από τον ένα γύρο στον επόμενο, αποκτήσαμε αυτοπεποίθηση στις δυνάμεις μας, θέληση, κίνητρο για να τα πάμε καλά στην Ευρώπη. Εδώ στην Ανατολική Ευρώπη -θυμάμαι και από την εποχή που ήμουν στη Ρουμανία- οι ομάδες θέλουν πολύ να διακρίνονται στην Ευρώπη. Θα μπορούσα να πω ότι το θέμα είναι ίσως και πατριωτικό – το συναίσθημα ότι εκπροσωπούν τη χώρα τους. Και είναι πιο έντονο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες πιο δυνατές ποδοσφαιρικά”.

Ερωτώμενος πώς σχεδιάζει τα παιχνίδια στον ΠΑΟΚ είπε:

“Στη δουλειά μας φροντίζουμε να δίνουμε προσοχή στο build up από πίσω, σε ό,τι κάνουμε στο κέντρο του γηπέδου, σε ό,τι πρέπει να κάνουμε στην επίθεση. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρέσινγκ. Στην αρχή δοκιμάζουμε το να πρεσάσουμε ψηλά και στη συνέχεια το πως αναδιοργανωνόμαστε, όταν χάσουμε τη μπάλα, το πώς θα ξαναπάρουμε την κατοχή, την μπάλα για να βρούμε άμεσα τους κάθετους διαδρόμους. Για εμάς ο έλεγχος της μπάλας σημαίνει πολλά, όμως, θέλω να έχουμε υπομονή. Κυρίως πνευματική υπομονή, να παίζουμε γρήγορα χωρίς να βιαζόμαστε στο παιχνίδι μας, όταν η άλλη ομάδα είναι οργανωμένη. Γιατί αν μας βρουν ανοιχτούς, θα βγουν στο τρανζίσιον και θα είναι επικίνδυνο για εμάς. Αντίθετα, όταν παίρνουμε εμείς την μπάλα, μέσα από το πρέσινγκ ή το κλέψιμο της μπάλας, στόχος μας είναι να παίξουμε κάθετα. Να το κάνουμε επιθετικά. Να εκμεταλλευτούμε γρήγορα το χώρο και να φτάσουμε γρήγορα στην τελική πάσα. Αυτό είναι φυσιολογικό. Υπάρχουν ομάδες που παίζουν χαμηλά και είναι δύσκολο να πάρεις την μπάλα και αμέσως να παίξεις κάθετα. Αντίθετα, όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ομάδες που θέλουν να παίξουν, που έχουν ποιότητα, αυτό το κάθετο στυλ είναι πιο εύκολο γιατί βρίσκεις χώρους, βρίσκεις ανοιχτές ομάδες…” 

Στην ερώτηση πόσο χρόνο αφιερώνει μέσα στην εβδομάδα για να βλέπει ξανά αγώνες του ΠΑΟΚ, τόνισε: 

“Πολύ γιατί στο κάτω-κάτω εγώ πρέπει να βλέπω και τους αγώνες των αντιπάλων. Πράγμα δύσκολο, γιατί όταν παίζουμε κάθε τρεις ημέρες, είναι δύσκολο το πρόγραμμα, καθώς βλέπω τρία ματς μέσα στην εβδομάδα μαζί με τον αναλυτή μας. Δουλεύουμε πολύ μαζί, σχεδιάζουμε τη στρατηγική μας. Πρέπει να κάνουμε μικρά βιντεάκια (3-4 λεπτών) που να έχουν ουσία γιατί με βάση αυτά τα βίντεο σχεδιάζουμε τις προπονήσεις μας και την τακτική για τους αγώνες. Βλέπουμε τρεις αγώνες και πρέπει να δουλέψουμε πάνω στις φάσεις για το πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρο, πότε μπορούμε να επιτεθούμε, πότε αλλάζει ρυθμό ο αντίπαλος. Εάν δεν δουλέψω με αυτόν τον τρόπο, δεν αισθάνομαι καλά και δεν έχω αυτοπεποίθηση. Όταν δουλέψω ως πρέπει, έχω αυτοπεποίθηση πριν τον αγώνα”. 

Η συζήτηση πήγε σε αυτά που πρέπει να βελτιώσει η ομάδα του. Απάντησε:

“Μπορούμε να βελτιωθούμε πολύ σε κάθε τομέα. Εγώ πιστεύω ότι μας λείπει κυρίως η εκπαίδευση και η κουλτούρα να δουλεύουμε στη λεπτομέρεια. Γενικώς, είμαστε μια οργανωμένη ομάδα. Η διαφορά ωστόσο, κρίνεται στις λεπτομέρειες. Για τον λόγο αυτόν, λέω πως από μικρή ηλικία οι ποδοσφαιριστές πρέπει να μάθουν πόσο σημαντικές είναι οι λεπτομέριες. Πρέπει να δίνουν προσοχή και να εντοπίζουν τα μικρά λάθη. Αυτό το “κατακτάς” μαθαίνοντας με την ομάδα. Μπορεί να είσαι ταλαντούχος, αν όμως δεν μάθεις να λειτουργείς σε μια ομάδα που παίζει οργανωμένο ποδόσφαιρο, δεν θα μπορείς να δείξεις το ταλέντο σου. Η αξία ενός ποδοσφαιριστή ανεβαίνει όταν είναι μέλος μιας οργανωμένης ομάδας.

Για μένα αν δίναμε ένα παράδειγμα, μπορεί να φανεί ως υπερβολή, είναι η Μάντσεστερ Σίτι. Όλοι μιλάνε για παίκτες φαινόμενο. Αλλά δεν ήταν έτσι. Η παρουσία του Γκουαρδιόλα την έκανε ομάδα φαινόμενο. Η οργάνωσή του. Αυτά που έδωσε εκείνος στην ομάδα, την έκαναν να αναπτυχθεί τόσο. Σίγουρα ήταν μία δυνατή ομάδα, αλλά όλες οι ομάδες όπως η Τσέλσι, η Λίβερπουλ, ήταν δυνατές. Και στην Ιταλία και στην Ισπανία υπάρχουν ομάδες δυνατές με καλούς παίκτες και ταλέντα. Στο τέλος, την διαφορά την έκανε η δουλειά του Γκουαρδιόλα που τους βοήθησε να αναπτυχθούν ως ποδοσφαιριστές. Ο Ντε Μπρόινε είναι ένας εκπληκτικός παίκτης, αλλά δεν ήταν τόσο δυνατός μέχρι να συνεργαστεί με τον Γκουαρδιόλα. Αγωνίστηκε στην Τσέλσι, στην Γερμανία, πήγε αρκετά καλά, αλλά η δική του έκρηξη ήρθε με τον Γκουαρδιόλα”.