Ο Γιάννης Αναστασίου μίλησε για όλα στο podcast «Κουβέντα στο ΠΙ & ΦΙ» σε μία αποκαλυπτική και βιωματική συνέντευξή του. Μίλησε για το επάγγελμα του προπονητή και τις δυσκολίες που συναντούν οι Έλληνες τεχνικοί πέρασε από «ακτίνες Χ» τους Έλληνες επιθετικούς.

Αναλυτικά όσα είπε:

Για τον πρώτο γύρο της Super League και τη μάχη του τίτλου: «Είναι καλύτερο το φετινό πρωτάθλημα, οι τέσσερις μεγάλες ομάδες πάνε για το πρωτάθλημα και θα γίνει σκληρή μάχη μέχρι το τέλος. Δεν βάζω τον Άρη που τα τελευταία χρόνια έχει μπει «σφήνα» στους τέσσερις, καθώς φέτος δεν είναι τόσο καλός αγωνιστικά. Ο Άρης, ο ΟΦΗ, ο Ατρόμητος, ο Πανσερραϊκός, ο Αστέρας και η Λαμία που είναι η έκπληξη του πρωταθλήματος, είναι ομάδες που κυμαίνονται σε δεύτερη ταχύτητα, αλλά έχουν δείξει ότι μπορούν να κοντράρουν τις «μεγάλες ομάδες». Ένα παράδειγμα είναι ο ΟΦΗ που κέρδισε στο Ηράκλειο τους ΠΑΟΚ, Άρη και ΑΕΚ, αλλά και η Κηφισιά που πήρε την ισοπαλία με την ΑΕΚ. Αυτό δείχνει ότι όλες οι ομάδες έχουν δυναμώσει και το πρωτάθλημα γίνεται πιο ανταγωνιστικό. Παράλληλα είναι ευχάριστο που έχουμε τέσσερις ομάδες στην Ευρώπη και θέλω να πιστεύω πως μετά τον Γενάρη θα συνεχίσουν εκεί. Αυτό είναι ενθαρρυντικό για το Ελληνικό ποδόσφαιρο καθώς, είναι μια απόδειξη ότι το επίπεδο του πρωταθλήματός μας αλλάζει και σταθεροποιείται».

Για την απόφαση να ακολουθήσει την προπονητική και το χρονικό σημείο που έλαβε την απόφαση αυτή: «Γύρω στα 31 μου, μπήκε στο μυαλό μου ότι θα γίνω προπονητής όταν σταματήσω το ποδόσφαιρο. Όταν πήγα στη Ρόντα έχοντας φύγει από την Άντερλεχτ, αντιλήφθηκα ότι είχα μεγάλη επιρροή στους νέους συμπαίκτες μου, αλλά και στον προπονητή μου. Οι συζητήσεις στα αποδυτήρια τότε κλείνανε με το τι θα πω εγώ. Αργότερα όταν πήγα στον Άγιαξ αντιλήφθηκα το ίδιο, καθώς και εκεί είχε πολλούς παίκτες σε νεαρή ηλικία με μεγάλο ταλέντο. Εκεί μου μπήκε το «μικρόβιο» να ασχοληθώ με την προπονητική. Όταν ακόμα έπαιζα πήγαινα δύο φορές την εβδομάδα και παρακολουθούσα την U14 του Άγιαξ για να μπω στο πνεύμα της προπονητικής».

Για το τι είναι πιο συναρπαστικό το να είναι προπονητής ή παίκτης: «Το να είσαι ποδοσφαιριστής είναι τελείως διαφορετικό, διότι είσαι μόνος και προσπαθείς να λειτουργείς μέσα από το σύνολο. Σαν προπονητής είναι πιο ενδιαφέρον γιατί στην ουσία φτιάχνεις μια ομάδα με διαφορετικούς χαρακτήρες, προσωπικότητες κι άλλη κουλτούρα και όλους αυτούς πρέπει να τους κάνεις να λειτουργούν το ίδιο. Παράλληλα έχεις να διαχειριστείς όλο το υπόλοιπο σταφ, τον πρόεδρο και τους φιλάθλους. Όποτε όλο αυτό συνολικά το κάνει πιο ενδιαφέρον και πιο συναρπαστικό».

Για το τι φταίει και οι ομάδες του εξωτερικού δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες προπονητές: «Σε μεγάλο βαθμό φταίμε εμείς σαν χώρα και θεωρούμε ότι ο ξένος έχει μεγαλύτερη τεχνογνωσία. Παράλληλα, οι Ελληνικές ομάδες δεν εμπιστεύονται τους εγχώριους προπονητές, καθώς μόνο οι μισές ομάδες από τις 14 έχουν Έλληνα προπονητή αν δούμε το φετινό μας πρωτάθλημα. Αυτό δείχνει από μόνο του ότι απαξιώνουμε τον Έλληνα προπονητή, αλλά και τον Έλληνα ποδοσφαιριστή. Έτσι, από την στιγμή που ούτε το δικό μας πρωτάθλημα δεν εμπιστεύεται τους εγχώριους προπονητές, είναι δύσκολο να βρουν στο εξωτερικό δουλειά οι Έλληνες προπονητές. Επίσης, ούτε στην Εθνική δεν έχουμε Έλληνα προπονητή και η ταυτότητα του Ελληνικού ποδοσφαίρου και του προπονητή είναι η Εθνική ομάδα. Ταυτόχρονα είμαστε μία χώρα που το ποδόσφαιρο δεν είναι στο υψηλότερο επίπεδο και δεν έχουμε μια κουλτούρα για το ποδόσφαιρο και συγκεκριμένο στυλ ως ομάδα. Αν διώξει τον ξένο τεχνικό η ομάδα που του έχει δώσει όλες τις παροχές που ζήτησε, στο τέλος θα στραφεί σε έναν Έλληνα προπονητή και όταν αυτός ζητήσει κάτι θα πρέπει να κερδίσει τα επόμενα τρία παιχνίδια για να το πάρει».

Για το αν υπάρχει ταλέντο στην Ελλάδα: «Υπάρχει αρκετό ταλέντο και παιδιά με όρεξη στην Ελλάδα αλλά δεν είμαστε μια χώρα που «εξάγουμε» παίκτες. Αλλά όταν εμείς δεν το υποστηρίζουμε αυτό, κοιτάζουμε μόνιμα στους ξένους».

Για την Ολλανδία και την ανάδειξη των εγχώριων παικτών-προπονητών: «Εγώ στο εξωτερικό πάντα ήμουν ο Έλληνας, ο ξένος παρόλο που μιλούσα τις γλώσσες. Στην Ολλανδία αυτό που μου άρεσε, είναι ότι δίνουν πάντα την δυνατότητα σε Ολλανδούς παίκτες, προπονητές να έχουν καίριες θέσεις. Ταυτόχρονα τους βοηθάει το σύστημα να τους αναδείξουν και αργότερα να τους «εξάγουν» στο εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο που παντού ζητούν Ολλανδούς ποδοσφαιριστές και προπονητές. Αυτό δυστυχώς δεν το κάνουμε στην Ελλάδα και τους υποτιμάμε».

Για τον αν θα δοκίμαζε κάτι ξανά στο εξωτερικό ως προπονητής: «Προπονητικά είμαι σε καλή ηλικία. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ότι είμαι μεγάλος για να πω ότι δεν θέλω να δοκιμάσω κάτι άλλο και ταυτόχρονα, δεν τον θεωρώ μικρό για να πω ότι έχω χρόνια μπροστά μου. Σε αυτή τη δουλειά ποτέ δεν ξες πως θα έρθουν τα πράγματα και πάντα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για το απροσδόκητο».

Για το ποιος είναι ο προπονητής που τον έχει επηρεάσει περισσότερο: «Ο αείμνηστος Ευγένιος Γκέραρντ, ένας πραγματικός δάσκαλος που και ήταν τρομερός άνθρωπος. Αρκετά πράγματα από τη φιλοσοφία μου στη προπονητική τα πήρα από αυτόν και έμαθα πάρα πολλά πράγματα από τον ίδιο. Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να δω πολλά πράγματα διαφορετικά στο ποδόσφαιρο. Ένα σημαντικό που έμαθα ήταν να μάθω να παίρνω αποφάσεις και ας ήταν λάθος. Όταν αποσύρθηκα και δεν δούλευα ως προπονητής έκανα ταξίδια και έβλεπα τους καλύτερους προπονητές και έπαιρνα από τον καθένα κάτι».

Για τον Ευγένιο Γκέραρντ: «Ήταν ένας ξένος που επιβίωσε στην Ελλάδα για πάρα πολλά χρόνια, το οποίο πλέον το θεωρώ ακατόρθωτο. Δεν νομίζω να υπάρξει ξανά προπονητής που θα καθίσει τόσα χρόνια σε μία ελληνική ομάδα. Ο χρόνος που αφιέρωνε σε πολλά παιδιά και σε έμενα δεν τον έκανε κανείς και ήταν πρωτοπόρος σε αυτό τότε. Είχε αντιληφθεί τις διαφορές μεταξύ Ολλανδού και Έλληνα προπονητή και ταυτόχρονα έκανε την δουλειά του και ήταν αποδεκτός απ’ όλους και ως προπονητής και ως άνθρωπος στη κοινωνία».

Για το τι σκέφτεται την ώρα που παίζει το παιχνίδι και τις αντιδράσεις του στον πάγκο: «Είναι σημαντικό να είμαι ήρεμος την ώρα του αγώνα και όχι εκνευρισμένος για να βοηθήσω και τους παίκτες μου. Γιατί αν είμαι εκνευρισμένος θα επιφέρω στην ομάδα έλλειψη συγκέντρωσης και εκνευρισμό. Όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά στο γήπεδο, πάντα με ενεργό κοουτσάρισμα και με ήρεμο τρόπο πρέπει να κάνουμε τους παίκτες να αντιληφθούν ότι κάτι δεν κάνουμε σωστά και να το αλλάξουμε».

Για τον αν έχει κάποιο απωθημένο στην προπονητική: «Σίγουρα κάθε προπονητής θέλει να στεφθεί πρωταθλητής και να παίξει στο Champions League. Αυτή τη στιγμή τα πράγματα έχουν ως έχουν και δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον. Στη προπονητική μου καριέρα έχω κάνει κάποια βήματα, κάποια χειροτέρα, κάποια άλλα καλύτερα, αλλά δεν υπάρχει μετρητής σε αυτό το κομμάτι. Νομίζω αυτή την κουβέντα πρέπει να την κάνουμε όταν ολοκληρώσω την καριέρα μου στην προπονητική».

Για τους επιθετικούς που «βγάζει» η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια: «Είναι μια καλή «φουρνιά» όλοι οι επιθετικοί τώρα και θεωρώ πως είναι όλοι τους σε μια εξαιρετική ηλικία και ποδοσφαιρικά ώριμοι. Πρέπει να «πατήσουμε» σε αυτά τα παιδιά για την Εθνική και γενικά για το Ελληνικό ποδόσφαιρο. Εύχομαι αυτά τα παιδιά να μας δικαιώσουν και να μας επαναφέρουν σε μεγάλες διοργανώσεις ξεκινώντας από τον Μάρτιο και την πρόκριση στο EURO. Οι Δουβίκας, Γιακουμάκης και Παυλίδης περάσαν από την Ολλανδία κάτι που είναι σημαντικό, καθώς ξέρουν να κάνουν τα βασικά και επειδή το πρωτάθλημα είναι επιθετικό είναι καλό για τους παίκτες. Μη ξεχνάμε ότι ο Γιακουμάκης έφυγε σαν αποτυχημένος από το Ελληνικό πρωτάθλημα και βγήκε πρώτος σκόρερ στο Ολλανδία».

Για τον Φώτη Ιωαννίδη: «Είναι ένα τρανό παράδειγμα, ένας παίκτης με φοβερή εξέλιξη και ωριμότητα που χαίρεσαι να τον βλέπεις στο γήπεδο».

Για το αν είναι δύσκολο για έναν προπονητή εν προκειμένω για τον Πογέτ να επιλέξει έναν από τρεις επιθετικούς που έχει στη διάθεσή του: «Αυτό είναι ένας «ευχάριστος» πονοκέφαλος για τον προπονητή, γιατί είναι καλύτερο να έχει πολλές επιλογές παρά μία. Φανταστείτε να έχεις έναν επιθετικό και να τραυματιστεί, όποτε είναι καλύτερο να έχεις τρεις άξιους παρά έναν».

Για την πορεία του στην Εθνική Ελλάδος ως παίκτης και το γεγονός πως έπαιξε μόλις 5 παιχνίδια με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα: «Έπεσε σε μια εποχή στην Εθνική που πέτυχα εξαιρετική φουρνιά και παίκτες με μεγάλα ονόματα, όπως ο Ντέμης Νικολαΐδης, ο Νίκος ο Μαχλάς. Αυτό ήταν και δύσκολο για τον προπονητή, καθώς ήμασταν τέσσερις και παίζαμε με έναν επιθετικό. Αλλά όλο αυτό ήταν σεβαστό από τον τότε προπονητή, καθώς θεωρούσε ο ίδιος ότι οι υπόλοιποι ήταν καλύτεροι εκείνο το χρονικό σημείο. Πάντα όταν ήμουν ποδοσφαιριστής κοιτούσα και την άλλη πλευρά και κατανοούσα την πλευρά του προπονητή».

Για τον ελεύθερο χρόνο ενός προπονητή: «Ελεύθερος χρόνος δεν υπάρχει, για εμένα προσωπικά είναι περιορισμένος, καθώς περνάω πολλές ώρες στο αντικείμενό μου. Αυτό θεωρώ ότι δεν είναι καλό και για την υγεία μου. Η χαλάρωσή μου είναι τα παιδιά μου και όταν είναι εδώ να κάνουμε κάποια δραστηριότητα. Ουσιαστικά αυτό με αποφορτίζει από την έντονη ημέρα που υπήρχε και υπάρχει»