Ο Μάριο Κόρσο υπήρξε ένας χαρισματικός αριστερός εξτρέμ της Ίντερ μ’ ένα μαγικό αριστερό πόδι που έστελνε τη μπάλα εκεί ακριβώς που ήθελε.

Ο Μάριο Κόρσο υπήρξε ένας χαρισματικός αριστερός εξτρέμ της Ίντερ μ’ ένα μαγικό αριστερό πόδι που έστελνε τη μπάλα εκεί ακριβώς που ήθελε.
Ο Ιταλός αριστερός ακραίος επιθετικόςγεννήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1941, στη Βερόνα. Με το παρατσούκλι «Mariolino», υπήρξε ένας φημισμένος και δυναμικός αριστερός εξτρέμ, που θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ιταλούς παίκτες στη θέση του, κερδίζοντας τα παρατσούκλια «Mandrake» (Μανδραγόρας) και «Il Piede Sinistro di Dio» (Το Αριστερό Πόδι του Θεού). Ο λόγος; Το αριστερό του πόδι που ήταν φανταστικό και είχε τρομερή ευχέρεια στα στημένα, σκοράροντας αρκετά γκολ-φάουλ, ενώ μπορούσε με την ίδια άνεση, εκτός από τις πτέρυγες να παίζει και ως 10άρι.

Κυρίως έμεινε στην ποδοσφαιρική ιστορία για την πολύ επιτυχημένη συλλογική του καριέρα του με την Ίντερ, στην οποία εμφανίστηκε στα 16 του και αμέσως τον αποκάλεσαν «Μικρό Δαίμονα», καθώς ήταν ένας αδύνατος με μέτριο ανάστημα, αλλά τρομερός ντριμπλέρ και φοβερός ανακατωσούρας. Αποτέλεσε μέλος της «Grande Inter» (Μεγάλη Ίντερ) του Ελένιο Ερέρα (Helenio Herrera) και έφτασε δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης και του Κόσμου (1964, 1965). Έχει εκπροσωπήσει επίσης την εθνική ομάδα της Ιταλίας σε 23 περιπτώσεις. Μετά την απόσυρσή του, υπηρέτησε ως προπονητής για την Ίντερ και άλλες ομάδες, κερδίζοντας το πρωτάθλημα τoυ β’ ομίλου της Serie C2 της περιόδου 1987/88 με την Μάντοβα.

Υπήρξε ένας σημαντικός παίκτης για την Ίντερ του Μιλάνου, σύλλογο με τον οποίο αγωνίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε όλη τη ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία, από το 1957 έως το 1973. Έκανε το ντεμπούτο του στην ηλικία των 16 ετών και 322 ημερών, στις 12 Ιουλίου του 1958, σ’ έναν αγώνα για το ιταλικό Κύπελλο εναντίον της Κόμο, το οποίο οι «νερατζούρι» κέρδισαν με 3-0, με τον Κόρσο να σκοράρει το 2ο γκολ του αγώνα, κάτι που τον έχει κάνει ως τον Νεαρότερο Σκόρερ στην ιστορία της Ίντερ! Στις 23 Νοεμβρίου του 1957, έκανε το ντεμπούτο του στη Serie A’, σε μια νίκη 5-1 επί της Σαμπντόρια και πολύ σύντομα θα γίνει μόνιμο μέλος της αρχική της ενδεκάδα, ενώ αργότερα θα αναγορευτεί και ως ο αρχηγός της ομάδας!

Ο Κόρσο είχε βασικό ρόλο στην αριστερή πτέρυγα της Ίντερ του Ελένιο Ερέρα, της δεκαετίας του 1960, η οποία έχει μείνει στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία ως «La Grande Inter» (Η Μεγάλη Ίντερ), κατακτώντας 4 τίτλους πρωταθλητή στην Ιταλία (1962/63, 1964/65, 1965/66, 1970/71), 2 συνεχόμενους τίτλους πρωταθλητή Ευρώπης (1963/64, 1964/65), καθώς επίσης και ισάριθμες του Διηπειρωτικού Πρωταθλητή τις ίδιες χρονιές (1964, 1965), φθάνοντας ακόμη και άλλον ένα τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1971) και σ’ ένα τελικό Κυπέλλου Ιταλίας (1965). Έπαιξε το τελευταίο ανταγωνιστικό παιχνίδι του για την Ίντερ, στις 17 Ιουνίου του 1973, σε μια ισοπαλία 1-1 με τη Γιουβέντους. Συνολικά, έπαιξε σε 502 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις για τον μεγάλο σύλλογο του Μιλάνου και σκόραρε 94 γκολ. Για το πρωτάθλημα, η επίδοση των 414 παιχνιδιών τον φέρνει στην 5η θέση από πλευράς συμμετοχών στην ιστορία της Ίντερ, ενώ σκόραρε 75 γκολ.

Μετά από το πέρας της θητείας του με τους «νερατζούρι», μετακόμισε για λίγο στη Τζένοα το 1973, που συνέπεσε με την επιστροφή στον πάγκο της Ίντερ του Ελένιο Χερέρα, με τον οποίο ο Κόρσο είχε σχέση με αρκετές διακυμάνσεις. Παρέμεινε στη Γένοβα για δύο σεζόν πριν από την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, το 1975, μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό που είχε, ένα κάταγμα κνήμης! Μετά την επέμβαση και την ανάρρωση, όταν αφαίρεσε την μεταλλική πλάκα, έσπασε και πάλι τη κνήμη, κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης! Συνολικά, έπαιξε 440 αγώνες στη Serie A’ και σκόραρε 78 γκολ.

Έκανε 23 διεθνείς εμφανίσεις με την ιταλική εθνική ομάδα, σε πάνω από 10 χρόνια, πετυχαίνοντας 4 γκολ, παρόλο που ο ίδιος ποτέ δεν επιλέχθηκε για να πάρει μέρος σε κάποια μεγάλη διεθνή διοργάνωση με την Ιταλία! Έκανε το ντεμπούτο του στις 24 Μαΐου του 1961, σε μια εντός έδρας φιλική ήττα 2-3 από την Αγγλία. Στις 15 Οκτωβρίου του 1961, στη 3η διεθνή εμφάνισή του, σημείωσε τα πρώτα διεθνή τέρματά του, σκοράροντας 2 γκολ, στη νίκη με 4-2 εκτός έδρας επί του Ισραήλ, σε προκριματικό αγώνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Επίσης, σκόραρε ένα γκολ στον αγώνα ρεβάνς, στις 4 Νοεμβρίου, στο Τορίνο. Μετά από μια παρεξήγηση με τον ομοσπονδιακό τεχνικό Εντμόντο Φάμπρι (Edmondo Fabbri), είχε μείνει εκτός της αποστολής που ταξίδεψε στη Χιλή για το Παγκόσμιο Κύπελλο, με την Ιταλία να αποκλείεται στους ομίλους. Επέστρεψε στην αρχική 11άδα της εθνικής στις 10 Μαΐου του 1964, σημειώνοντας το τελευταίο διεθνές τέρμα του, σε μια νίκη 3-1 επί της Ελβετίας.

Αργότερα, πάλι θα εξαιρεθεί από την ομάδα της Ιταλίας στο παρομοίως απογοητευτικό γι’ αυτούς Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία, αλλά και από τη νικηφόρα ομάδα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1968, η οποία κατέκτησε το τρόπαιο στα ιταλικά γήπεδα. Εξαιρέθηκε και πάλι από την ιταλική ομάδα που έφτασε μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970! Έκανε την τελευταία διεθνή του εμφάνισή, στις 9 Οκτωβρίου του 1971, σε μια νίκη 3-0 επί της Σουηδίας. Μαζί με τους Τζουλιάνο Σάρτι (Giuliano Sarti), Αρμάντο Πίκι (Armando Picchi), Τζιανφράνκο Μπεντίν (Gianfranco Bedin) και Αντόνιο Αντζελίλιο (Antonio Angelillo), είναι ένας από τους πιο Επιτυχημένους Ποδοσφαιριστές της Ίντερ, αλλά και της Ιταλίας, που δεν κλήθηκαν ποτέ για ένα Παγκόσμιο Κύπελλο! Παρά τον αποκλεισμό του από την εθνική ομάδα, το 1967 η FIFA τον τοποθέτησε στην All-Star ομάδα της για ένα διεθνές φιλικό με την Ισπανία, προς τιμήν του τερματοφύλακα-μύθου Ρικάρντο Ζαμόρα (Ricardo Zamora Martínez), κερδίζοντας τον αγώνα με 3-0.

Ο Μάριο Κόρσο υπήρξε κατά κύριο λόγο ένας αριστερός εξτρέμ, που ήταν γνωστός για τη συνέπεια του, την ευφυΐα, τον ρυθμό με την μπάλα και την αντοχή, καθώς επίσης για την ικανότητα στην ντρίμπλα, την δημιουργικότητα και την ευρεία γκάμα και ακρίβεια των μεταβιβάσεων με το δυνατό του πόδι, το αριστερό, προσόντα που τον έκαναν έναν αποτελεσματικό πλέι μέικερ. Ήταν σε θέση να παίζει τόσο στην αριστερή, όσο και τη δεξιά πλευρά, χάρη στην ικανότητά του να παρέχει σέντρες-φαρμάκι για τους επιθετικούς απ’ τα αριστερά, ή κοψίματα μέσα στη περιοχή και να σκοράρει από τα δεξιά. Ένας άτυπος εξτρέμ, ήταν διαβόητος για την έλλειψη τακτικής πειθαρχίας και συχνά έπαιζε μεταξύ των γραμμών σε ένα πιο ελεύθερο ρόλο, ως ένα είδος μεσοεπιθετικού. Λόγω αυτού, ήταν σε θέση να παίζει τόσο ως επιθετικός, όσο και ως μέσος. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα γρήγορος και δεν είχε την ίδια ευχέρεια με το δεξί πόδι, ήταν προικισμένος με καλή σωματική διάπλαση για τη θέση, άριστη τεχνική κατάρτιση, εξαιρετικά καλό έλεγχο της μπάλας, ταλέντο και δεξιότητες στην ντρίμπλα.

Ακριβής εκτελεστής φάουλ, ήταν γνωστός κυρίως για τις καμπυλωτές του εκτελέσεις. Παρά τις αδιαμφησβήτητες ικανότητές του, ο εμβληματικός Ιταλός δημοσιογράφος Τζιάνι Μπρέρα (Gianni Brera), ένας από τους πλέον σημαίνοντες Ιταλούς σπορ δημοσιογράφους του 20ου Αιώνα και ο άνθρωπος που -κυριολεκτικά- άλλαξε τον τρόπο που οι γείτονες αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο, τον κατηγορούσε ότι ήταν ασυνεπής, ότι στερούνταν δυναμισμού και ότι δεν διακρινόταν όταν η ομάδα αμύνονταν, έχοντας κακό αμυντικό ρυθμό, κάτι που ο ίδιος ο Κόρσο αρνούνταν επίμονα. Για τον λόγο αυτό πολλές φορές αποκαλούσε τον Κόρσο με το κάτι σαν παρατσούκλι: «Participio Passato del Verbo Correre» (Η Παθητική Μετοχή του Ρήματος Τρέχω), μια αναφορά στο επώνυμό του, καθώς και στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Μπρέρα, δεν έτρεχε πολύ κατά τη διάρκεια των αγώνων, προτιμώντας να κάνει τη κίνηση μόνο όταν ήταν κάτοχος της μπάλας.

Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, ακολούθησε καριέρα προπονητή, αναλαμβάνοντας ως πρώτο σταθμό, τη περίοδο 1978/79, την ομάδα Νέων της Νάπολι. Το 1982 ανέλαβε για μια σεζόν την, τότε στη Β’ Κατηγορία, Λέτσε και την επόμενη περίοδο, την Καταντζάρο. Το 1984 επέστρεψε στην Ίντερ, όπου αρχικά οδήγησε την ομάδα των Νέων και τελικά, προήχθη σε επικεφαλής προπονητή κατά τη διάρκεια της περιόδου 1985/86. Στο τέλος του πρωταθλήματος ήταν στην 6η θέση, ενώ αποκλείστηκε, στο Κύπελλο Ιταλίας στα προημιτελικά και στο Κύπελλο UEFA στα ημιτελικά από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Απολύθηκε και ως διάδοχος του ανέλαβε ο Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni). Αργότερα ανέλαβε τη Μάντοβα και τη Μπαρλέτα. Τη Μάντοβα την οδήγησε στην άνοδο στη Serie C1’ και εξασφάλισε τη παραμονή της. Μεταξύ 1995 και 1998 εργάστηκε στα τμήματα υποδομών της Ίντερ. Από τότε απασχολείται ως σκάουτερ για τον σύλλογο του Μιλάνου.

ΠΗΓΕΣ: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο, Wikipedia.