Σαν σήμερα 25 Μαΐου του 1953 γεννήθηκε ο Γκαετάνο Σιρέα, ο ποδοσφαιριστής που έδωσε άλλη διάσταση στον ρόλο του ηγέτη της άμυνας.

Σαν σήμερα 25 Μαΐου του 1953 γεννήθηκε ο Γκαετάνο Σιρέα, ο ποδοσφαιριστής που έδωσε άλλη διάσταση στον ρόλο του ηγέτη της άμυνας.


Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός, γεννήθηκε στο Τσερνούσο σουλ Ναβίλιο, μια πόλη της Λομβαρδίας, κοντά στο Μιλάνο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αμυντικούς όλων των εποχών και είναι ένας από τους μόλις 5 παίκτες στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική ιστορία που έχει κατακτήσει όλα τα διεθνή διασυλλογικά τρόπαια που αναγνωρίζονται από την UEFA και τη FIFA.


Είναι επίσης ένας από τους μόλις 9 παίκτες στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου που κατέκτησε και τις τρεις μεγάλες διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA, ένα κατόρθωμα που κατάφερε παίζοντας με τη Γιουβέντους, τον σύλλογο με τον οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, εκτός από δύο σεζόν με την Αταλάντα.
Σε διεθνές επίπεδο, έπαιξε για την εθνική ομάδα της Ιταλίας για περισσότερο από μια δεκαετία, κατά την οποία υπήρξε αδιαμφισβήτητο μέλος της αμυντικής γραμμής, κρατώντας ποδοσφαιριστές-μύθους, όπως ο Φράνκο Μπαρέζι εκτός 11άδας για 4 χρόνια, μέχρι που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, το 1986.
Έγινε Παγκόσμιος Πρωταθλητής το 1982, νικώντας τη Βραζιλία με 3-2 στη β’ φάση και τη Γερμανία με 3-1 στον τελικό. Επίσης, εκπροσώπησε την Ιταλία σε 2 ακόμη Παγκόσμια Κύπελλα, τερματίζοντας στην 4η θέση το 1978 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, όπου η Ιταλία ήταν για άλλη μια φορά στην 4η θέση.
Ήταν ένας σύγχρονος και εξαιρετικά ταλαντούχος αμυντικός, προικισμένος με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και τακτική ικανότητα, ο οποίος ήταν γνωστός για το ρυθμό του, την κομψότητα με την μπάλα και την έμφυτη ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι.
Σε αντίθεση με την αδίστακτη αντιμετώπιση που χρησιμοποιήθηκε συχνά από άλλους αμυντικούς, μεταξύ των οποίων το έτερον ήμισυ σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, τον Κλαούντιο Τζεντίλε, ο Γκαετάνο Σιρέα ήταν διάσημος για την ηρεμία του, το ευ αγωνίζεσθαι και την ευγενή άμιλλα, ενώ ΠΟΤΕ δεν τιμωρήθηκε με κόκκινη κάρτα στην καριέρα του. Ήταν επίσης γνωστός για τις ηγετικές του ικανότητες, έχοντας διατελέσει αρχηγός και στη Γιουβέντους, αλλά και στην ιταλική εθνική ομάδα.
Αρχικά ένας μέσος, έπαιξε κυρίως σαν «σκούπα» ή λίμπερο για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της θέσης, λόγω της διορατικότητάς του, της ηρεμίας με την μπάλα και την ικανότητα στις μεταβιβάσεις. Εκτός από τα αμυντικά του καθήκοντα, συχνά προωθούνταν στην επίθεση συμμετέχοντας στη δημιουργία των γκολ, ενώ μερικές φορές ακόμη σκόραρε και ο ίδιος. Στα ύστερα της καριέρας του, καθώς έχασε το ρυθμό του, έπαιξε σ’ ένα πιο αμυντικό ρόλο, ως κεντρικός αμυντικός. Ήταν παντρεμένος με την Mariella Cavanna και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Riccardo. Η Mariella έγινε πολιτικός μετά τον θάνατο του συζύγου της.


Στην Αταλάντα ο Σιρέα ξεκίνησε μεσοεπιθετικός, για να υιοθετήσει το ρόλο του ελεύθερου παίκτη στην άμυνα (λίμπερο), ουσιαστικά την περίοδο 1973/74, με τον Χεριμπέρτο Χερέρα, προπονητή και της Γιούβε για πολλά χρόνια στο παρελθόν. Όταν πήγε να συναντήσει τη νέα ομάδα του, το καλοκαίρι του 1974, δεν ήθελε να κατέβει από το αμάξι στο οποίο τον συνόδευε ο αδελφός του.
«Ένιωθα τέτοια χαρά στην αρχή, αλλά συχνά κατέβαινα στο γήπεδο και τα πόδια μου τρέμανε», θα εξομολογηθεί αργότερα για το ξεκίνημά του στη Γιούβε. Τον βοήθησαν να προσαρμοσθεί ο Τζοφ, σαν πατέρας στην αρχή και σαν αδελφός αργότερα, και ο αμυντικός Λουτσάνο Σπινόζι, με τον οποίο συγκατοικούσε τον πρώτο καιρό, πολιτική που ευνοούσε ο Μπονιπέρτι για τους νέους παίκτες.
Στη Γιούβε, ο Σιρέα συνέχισε την εξέλιξη του ρόλου του λίμπερο που είχε ξεκινήσει ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση σ’ αυτόν, δεδομένου ότι πριν από την άφιξή του στο Τορίνο είχε σχεδόν αποκλειστικά το χαρακτήρα της αναχαίτισης του αντιπάλου. Έτσι, δεν έμενε προσκολλημένος στην άμυνα, αλλά συνεισέφερε στην επίθεση και στην επίτευξη γκολ, πάντα παρών σε όλες τις γωνιές του γηπέδου.
Στα 14 χρόνια που έπαιξε στην «Κυρία», από το 1974 έως το 1988, κατάφερε όχι απλώς να σταθεί ισάξια μ’ αυτούς, αλλά πολλούς και να τους ξεπεράσει. Αγωνίστηκε με τη Γιούβε σε 377 παιχνίδια στη Serie A (397 συνολικά), πετυχαίνοντας 24 γκολ, αριθμός σπάνιος για αμυντικό, ενώ συνολικά φόρεσε την ασπρόμαυρη φανέλα 552 φορές, επίδοση που ήταν ρεκόρ, πριν το καταρρίψει ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο. Αξιοσημείωτο είναι και το ρεκόρ των 148 συνεχόμενων παιχνιδιών, από την 1η Φεβρουαρίου του 1981 έως την 1η Φεβρουαρίου του 1985.
Για πολλά χρόνια, μαζί με τους Κλαούντιο ζεντίλε, Αντονέλο Κουκουρέντου, Φραντσέσκο Μορίνι, Αντόνιο Καμπρίνι και Τζιουζέπε Φουρίνο, συγκρότησαν την πανίσχυρη οπισθοφυλακή της Γιουβέντους.

Στην ένδοξη καριέρα του κέρδισε κάθε τρόπαιο που υπάρχει σε διασυλλογικό, εθνικό, ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο: 7 πρωταθλήματα Ιταλίας (1975, 1977, 1978, 1981, 1982, 1984 και 1986), 2 κύπελλα Ιταλίας (1979 και 1983), 1 κύπελλο πρωταθλητριών (1985), 1 κύπελλο κυπελλούχων (1984), 1 κύπελλο ΟΥΕΦΑ (1977), 1 διηπειρωτικό (1985) και 1 σούπερ κύπελλο Ευρώπης (1984). Είναι ο μοναδικός αρχηγός της Γιούβε που σήκωσε 2 Κύπελλα Ευρώπης, το 1984 και 1985 στο αιματοβαμμένο Χέιζελ, όπου και στην ιστορία έχει μείνει η αλησμόνητη εικόνα της εξόδου του από τα αποδυτήρια, μαζί με τον αρχηγό της Λιβερπουλ, Φιλ Νιλ, για να απευθυνθούν στον κόσμο ώστε να ξεκινήσει ομαλά ο τελικός.
Ήταν ένας σκηνοθέτης της άμυνας που γινόταν συμπαγής, σίγουρη και ήρεμη με την παρουσία του! Προπονητής μέσα στο γήπεδο, ηγέτης που κατεύθυνε με ιδανικό τρόπο τους συμπαίκτες του, με μοναδική αίσθηση τακτικής, ικανός να αλλάζει το ρυθμό του παιχνιδιού, διάβαζε το παιχνίδι των αντιπάλων και πάνω του βασιζόταν η τακτική των προπονητών! Διακρίθηκε για την απαράμιλλη αποφασιστικότητά του, μάγευε με την κομψότητα και τη φυσικότητα των κινήσεών του, ιδιαίτερα κατά τις εξόδους του από τη μεγάλη περιοχή με τη μπάλα στα πόδια. Αρχοντικός σε κάθε ενέργειά του και αυτή η αρχοντιά του, μαζί με το ήθος του, είναι η πιο ανεξίτηλη ανάμνηση.


Εξίσου λαμπρή ήταν η καριέρα του και στην εθνική με την οποία αγωνίσθηκε 78 φορές, έως το 1986, σημειώνοντας παράλληλα και 2 γκολ. Έκανε ντεμπούτο στις 30 Δεκεμβρίου του 1975, στο νικηφόρο 3-2 εναντίον της Ελλάδας, παιχνίδι που έχει μείνει στη μνήμη μας, από το άπιαστο γκολ του Σταύρου Σαράφη στον Τζοφ. Με την Ελλάδα τον συνδέει και το γεγονός ότι πέτυχε ένα από τα 2 γκολ, στη νίκη με 2-0, στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στις 6 Δεκεμβρίου του 1980, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αγώνας που επικύρωσε ουσιαστικά το εισιτήριο της «σκουάντρα ατζούρα» για τα τελικά της Ισπανίας, όπου ο Γκαετάνο στέφθηκε πρωταθλητής κόσμου. Πήρε μέρος και στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1978 και 1986, στο τελευταίο ως αρχηγός, φθάνοντας τις 18 συμμετοχές σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, επίδοση που για χρόνια ήταν ρεκόρ για Ιταλό. Αγωνίσθηκε και στα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1980, ενώ χρημάτισε και 10 φορές αρχηγός.
Πέρα, όμως, από τις αγωνιστικές αρετές, ο Γκαετάνο ξεχώρισε για το αθλητικό ήθος του. Δεν αποβλήθηκε ποτέ στην καριέρα του, γεγονός που καταδεικνύει την ιδιοσυγκρασία του, αλλά και το υψηλό αγωνιστικό του επίπεδο.


Μετά την απόσυρσή του ανέλαβε βοηθός του Τζοφ στη Γιουβέντους, έως τις 3 Σεπτεμβρίου του 1989. Εκείνο το βροχερό απομεσήμερο, ο Γκαετάνο Σιρέα, ο λατρεμένος «Γκάι», άφηνε την τελευταία του πνοή σε ένα πολωνικό αυτοκινητόδρομο, στα 36 του μόλις χρόνια, παγιδευμένος στο φλεγόμενο FIAT 125 στο οποίο επέβαινε. Ο Γκαετάνο είχε μεταβεί στην Πολωνία για να κατασκοπεύσει τη Γκόρνικ, αντίπαλο τότε της Γιούβε στο κύπελλο UEFA. Ήθελε να γυρίσει πίσω στην οικογένειά του. Κάπου όμως στον δρόμο μεταξύ Βαρσοβίας και Κρακοβίας ο οδηγός του ΦΙΑΤ (τι άλλο) στο οποίο ήταν ο Σιρέα δοκίμασε μια επικίνδυνη προσπέραση, το αυτοκίνητο συγκρούστηκε με ένα φορτηγάκι που μετέφερε δοχεία με αέριο. Η έκρηξη έγινε, ο Σιρέα βρήκε τραγικό θάνατο παγιδευμένος στο αυτοκίνητο. Η μοίρα το έφερε να ξεψυχήσει σε αποστολή για την αγαπημένη του ομάδα, η οποία, θα λέγαμε, ως φόρο τιμής, κατέκτησε το κύπελλο UEFA εκείνης της χρονιάς.


Και μπορεί, όπως είπαμε στην αρχή, τη δόξα να την παίρνουν οι επιθετικοί, αλλά στην Ιταλία, που η άμυνα είναι τέχνη, όπως η πίτσα και το καμάκι στα στενά της Ρώμης, ο Γκαετάνο Σιρέα ζει ακόμα και έκτοτε ο Σιρέα τιμήθηκε με ποικίλους τρόπους.
Το όνομά του δόθηκε σε κερκίδα του παλιού σταδίου Ντέλε Άλπι, αλλά και του νέου γηπέδου της Γιουβέντους που χτίστηκε στη θέση του, στο δημοτικό στάδιο του γενέθλιου τόπου του, σε ένα πολυαθλητικό κέντρο, σε μια πλατεία στη Ρέτζο Καλάμπρια, σε τουρνουά Νέων στη Ματέρα που διεξάγεται ως και σήμερα. Πολλοί σύνδεσμοι οπαδών της Γιουβέντους, πήραν το όνομά του-ακόμα και στα Τίρανα (!), οι οπαδοί υψώνουν λάβαρα και τραγουδούν τραγούδια με το όνομά του.
Η πιο σημαντική διάκριση όμως, ήλθε όταν ο επόμενος τεράστιος αρχηγός της Γιουβέντους, ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο, τον πέρασε στις συμμετοχές. Σήκωσε στον αέρα του Τορίνο την φανέλα με το № 6, δηλώνοντας ότι το ρεκόρ έχει σημασία γι’ αυτόν, μόνο και μόνο επειδή τον συνδέει με τον τεράστιο Γκαετάνο Σιρέα.

Έτσι άρμοζε και άξιζε στον παντοτινό αρχηγό της «Γηραιάς Κυρίας»!