Ο Άντζελο ντι Λίβιο υπήρξε ένας πολυσύνθετος παίκτης, πολύτιμο «εργαλείο» στα χέρια των προπονητών του, κερδίζοντας το προσωνύμιο ο «στρατιωτάκος».

Ο Άντζελο ντι Λίβιο υπήρξε ένας πολυσύνθετος παίκτης, πολύτιμο «εργαλείο» στα χέρια των προπονητών του, κερδίζοντας το προσωνύμιο ο «στρατιωτάκος».
Ο Ιταλός αμυντικός μέσος Άντζελο ντι Λίβιο (Angelo Di Livio), γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1966, στη Ρώμη. Έπαιξε για αρκετούς συλλόγους στην ιταλική Serie A όλη τη σταδιοδρομία του, ερχόμενος στο προσκήνιο όταν αγωνίστηκε με την Γιουβέντους, όπου κατέκτησε πολλούς εθνικούς και διεθνείς τίτλους.

Σε διεθνές επίπεδο, έπαιξε για την ιταλική εθνική ομάδα σε 2 Παγκόσμια Κύπελλα και σε ισάριθμα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, φτάνοντας στον τελικό του Euro τοτυ 2000. Ένας από τους σπουδαιότερους Ιταλούς μέσους της δεκαετίας του 1990. Διακρίθηκε και σε ρόλο μπακ-χαφ. Πειθαρχημένος, αφοσιωμένος, μαχητικός και πεισματάρης, έτρεχε ακατάπαυστα χάρη στις αστείρευτες δυνάμεις του, διέθετε πάσα ακριβείας, ενώ παράλληλα ήξερε να προωθεί το παιχνίδι της ομάδας του. Ήταν, ένας πολυσύνθετος παίκτης, πολύτιμο «εργαλείο» στα χέρια των προπονητών του. Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας, ήταν γνωστός ως «Soldatino» (Ο Στρατιωτάκος), ένα παρατσούκλι που του το κόλλησε ο Ρομπέρτο Μπάτζιο (Roberto Baggio), λόγω του χαρακτηριστικού του τρεξίματος, αλλά και του «οργώματος» του γηπέδου!

Σε μικρή ηλικία εντάχθηκε στις ακαδημίες της Ρόμα. Το 1984 προωθήθηκε πλάι στους επαγγελματίες της, όμως η τεχνική ηγεσία της δεν του έδειξε την εμπιστοσύνη που του άξιζε. Παραχωρήθηκε δανεικός, διαδοχικά στις Ρετζιάνα (1985/86), Νοτσερίνα (1986/87) και Περούτζια (1987/88). Με τα χρώματα όλων, πραγματοποίησε πολύ καλές εμφανίσεις, αλλά οι «τζιαλορόσι» δεν του έδωσαν ποτέ την ευκαιρία να σταδιοδρομήσει στην ομάδα τους. Αποδεσμεύθηκε το 1988 και συνέχισε για ακόμη μια σεζόν στη Περούτζια, με την οποία, συνολικά, έκανε 2 πολύ καλές και γεμάτες σεζόν με 72 συμμετοχές και 4 γκολ. Ένα χρόνο αργότερα μεταπήδησε στην Πάντοβα, όπου έμεινε για μία τετραετία (1989-1993), λάμποντας στον αγωνιστικό χώρο, συμμετέχοντας σε 138 ματς και σημειώνοντας 31 γκολ, στην πιο παραγωγική περίοδο της καριέρας του. Μετά από σχεδόν 10 χρόνια στις μικρότερες ιταλικές κατηγορίες, στα 27 του χρόνια το καλοκαίρι του 1993, έκανε το μεγάλο βήμα αποδεχόμενος την πρόταση της Γιουβέντους.
Έκανε το ντεμπούτο του στη Serie A, στην εκτός έδρας ήττα (1-2) από τη Ρόμα, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1993. Υπήρξε βασικότατο στέλεχος των «μπιανκονέρι» για 6 συνεχόμενες σεζόν, παίρνοντας μέρος σε 186 παιχνίδια τους, πετυχαίνοντας 3 τέρματα. Σημείωσε το πρώτο του γκολ για την Γιουβέντους στις 27 Οκτωβρίου του 1993, σε μια νίκη 4-3 επί της Βενέτσια για το ιταλικό Κύπελλο, ενώ το πρώτο γκολ του στο πρωτάθλημα, το σημείωσε στην αρχή της δεύτερης σεζόν του με την «Γηραιά Κυρία», στις 25 Σεπτεμβρίου του 1994, στη νίκη με 1-0 νίκη επί της Σαμπντόρια. Σκόραρε επίσης ένα γκολ στο UEFA Champions League, τον Σεπτέμβριο του 1995 εναντίον της Στεάουα Βουκουρεστίου, στη νίκη με 3-0.Το ακατάπαυστο τρέξιμό του στη μεσαία γραμμή και οι μπαλιές ακριβείας, τον έκαναν βασικό στοιχείο στη συνταγή της επιτυχίας της Γιουβέντους του Μαρσέλο Λίπι (Marcelo Lippi) , κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο επιτυχημένες περιόδους στην ιστορία του συλλόγου. Χάρηκε μαζί τους 3 πρωταθλήματα (1995, 1997 και 1998), 2 Κύπελλα (1994 και 1995), ισάριθμα Σούπερ Καπ Ιταλίας (1995 και 1997), το Τσάμπιονς Λιγκ του 1996, συμμετέχοντας βασικός στον τελικό με τον Άγιαξ, καθώς επίσης το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, αλλά και το Διηπειρωτικό Κύπελλο αυτής της χρονιάς, ενώ έφτασε και στον τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1994/95. Όταν ο κύκλος του στο «Ντέλε Άλπι» ολοκληρώθηκε, με την τροπαιοθήκη του γεμάτη τίτλους, αποφασίζει το 1999 να μεταγραφεί στη Φιορεντίνα.
Τη 2η του χρονιά στους «βιόλα» πανηγύρισε το Κύπελλο Ιταλίας, αλλά την επόμενη βίωσε τον υποβιβασμό τους στη Δ’ κατηγορία, λόγω χρεοκοπίας! Αποφασίζει να μείνει στον σύλλογο και να τον βοηθήσει επανέλθει στα «σαλόνια» του «κάλτσιο», κάτι που γιγάντωσε τον μύθο του στις τάξεις των φίλων της Φιορεντίνα! Πράγματι, το καλοκαίρι του 2004, η ομάδα, με τον ίδιο να πρωταγωνιστεί, προβιβάστηκε στη Serie A! Δώδεκα μήνες μετά κρέμασε, μέσα σε αποθέωση, τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Χρησιμοποιήθηκε σε 40 αναμετρήσεις της εθνικής ιταλικής ομάδας, χωρίς να σημειώσει κάποιο τέρμα. Η πρώτη του διεθνής εμφάνιση ήρθε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1995, στη νίκη με 1-0 επί της Σλοβενίας. Πήρε μέρος σε δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, αυτά του 1996 και του 2000, στο οποίο ήταν φιναλίστ και σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, αυτά του 1998 και του 2002. Ο τελευταίος διεθνής αγώνας του, ήταν στις 18 Ιουνίου του 2002, εναντίον της Νότιας Κορέας.
Γρήγορος, έμπειρος, μαχητικός, αξιόπιστος και τακτικά ευέλικτος παίκτης, που συνήθως αναπτυσσόταν από τις πτέρυγες, όντας σε θέση να παίζει και στις δύο πτέρυγες, αλλά και ως κεντρικός μέσος, ακόμα και ως πλάγιος μπακ. Ήταν επίσης σε θέση να παίζει στο κέντρο, ως αμυντικός μέσος. Αν και δεν ήταν ο πιο φυσικά ταλαντούχος ποδοσφαιριστής, υπήρξε ένας πολύ συνεπής παίκτης, ο οποίος ήταν γνωστός για την ταχύτητα, την αντοχή, τον ρυθμό, τη δύναμη, την αφοσίωση και το πείσμα, τα ασφυκτικά μαρκαρίσματα, την ακρίβεια των μεταβιβάσεων, καθώς και την ικανότητά του να βγάζει επιθέσεις, τρέχοντας ακατάπαυστα χάρη στις αστείρευτες δυνάμεις του, προσόντα που του επέτρεψαν να έχει μια επιτυχημένη καριέρα.
Όταν αποσύρθηκε από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε ως προπονητής στα τμήματα υποδομής της Ρόμα και ως βοηθός στην Εθνικής Ιταλίας, της οποίας τώρα είναι… σκάουτερ! Έχει εργαστεί ως ανταποκριτής και σχολιαστής με τη «Dahlia TV», ως αναλυτής και σχολιαστής για τα εθνικά κανάλια «Rai Sport 1» και το «Sky Sports» εκτός από το τοπικό δίκτυο «Teleroma 56», καθώς και για τη διαδικτυακή τηλεόραση του BBC.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia, balleto